Λέξη: υπόσχεση
Σχετικές λέξεις: υπόσχεση
υπόσχεση λυκοπούλων, υπόσχεση μαρίνα λασηθιωτάκη, υπόσχεση - derting k, υπόσχεση προσκόπων, υπόσχεση χάριν καταβολής, υπόσχεση ετυμολογία, υπόσχεση αίματοσ, υπόσχεση την αυγή, υπόσχεση γάμου, υπόσχεση αντί καταβολής
Συνώνυμα: υπόσχεση
αρραβών, καλή πίστη, πιστότητα, αλήθεια, ενέχυρο, εχέγγυο, μνηστεία, αρραβώνες, ασχολία, συμπλοκή, σύμπλεξη
Μεταφράσεις: υπόσχεση
υπόσχεση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
promise, pledge, promise of, promised, a promise
υπόσχεση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
promesa, prometido, prometer, la promesa, promesa de, promesas, compromiso
υπόσχεση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verheißung, voraussagen, zusage, versprechen, vorhersagen, Versprechen, Versprechung, Verheißung, Zusage
υπόσχεση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annoncer, foi, parole, promets, promesse, promettent, promettez, promettre, pronostiquer, présager, espoir, promettons, promesses, la promesse, promis, promesse de
υπόσχεση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promessa, promettere, promesse, la promessa, promessa di, promesso
υπόσχεση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prometer, prolongar, promessa, alongar, promessa de, promessas, a promessa, compromisso
υπόσχεση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzeggen, uitloven, toezeggen, toezegging, beloven, belofte, uitloving, de belofte, beloften
υπόσχεση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перспектива, обещать, обещание, сулить, посулить, наобещать, пообещать, обещаться, посул, обязательство, зарок, обетование, обещания, обещают
υπόσχεση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løfte, love, tilsi, tilsagn, løftet, lover, løfte om, løfter
υπόσχεση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löfte, lova, utlova, löftet, lovar, löften, löfte om
υπόσχεση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lupaus, ennustaa, taata, luvata, lupauksen, lupauksensa, lupausta, lupauksesta
υπόσχεση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løfte, love, løftet, løfte om, lover
υπόσχεση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slibovat, předpovídat, přislíbit, předpovědět, slib, slíbit, příslib, zaslíbení, příslibem
υπόσχεση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
promesa, przyrzekać, przyrzeczenie, zapewniać, zapowiadać, obiecać, obiecanka, obietnica, obiecywać, rokować, obietnicy, obietnicę
υπόσχεση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ígéret, ígéretet, ígéretét, ígérete
υπόσχεση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaat, söz, vaadi, sözü, söz veriyorum
υπόσχεση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випадково, бува, безладно, обіцянку, обіцянка, обіцянки, обіцяння
υπόσχεση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
premtim, premtimi, premtimin, premtimi i, premtim i
υπόσχεση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обещание, обещанието, обещания, обещанието си
υπόσχεση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абяцанне, абяцаньне
υπόσχεση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lubadus, lubama, lubaduse, lubadust, tõotuse, tõotus
υπόσχεση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomiješan, zbrkan, zajednički, skupni, slučajan, obećanje, Promise, obećanja, obećanje iz, obećanjem
υπόσχεση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heita, loforð, lofa, fyrirheit, fyrirheitið, loforðið
υπόσχεση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
promissum, pollicitatio, promitto
υπόσχεση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pažadas, pažadą, žada, pažado
υπόσχεση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cerība, solījums, apsolīt, solījumu, apsolījums, sola
υπόσχεση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ветувањето, ветување, ветувања, Promise, ветуваат
υπόσχεση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
promite, promisiune, speranţă, promisiunea, promit, promisiunii, făgăduință
υπόσχεση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obljuba, promise, obljubo
υπόσχεση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sľub, sľúbiť, prísľub, záväzok, slib
Τυχαίες λέξεις