Λέξη: ιδιοκτήτης
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτήτης
ιδιοκτήτης lidl, ιδιοκτήτης facebook, ιδιοκτήτης mega channel, ιδιοκτήτης action24, ιδιοκτήτης public, ιδιοκτήτης aegean, ιδιοκτήτης οπαπ, ιδιοκτήτης gazzetta, ιδιοκτήτης panik records, ιδιοκτήτης iefimerida
Συνώνυμα: ιδιοκτήτης
κτήτορας, όμιλος κτηματίων, κατάλογος ιδιοκτητών
Μεταφράσεις: ιδιοκτήτης
ιδιοκτήτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
owner, proprietor, own, owner of, the owner
ιδιοκτήτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dueño, señor, dueña, poseedor, propietario, dueño del, titular, propietario de
ιδιοκτήτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inhaber, eigentümer, besitzerin, besitzer, Eigentümer, Besitzer, Inhaber, Vermieter
ιδιοκτήτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détenteur, titulaire, propriétaire, le propriétaire, propriétaire de, propriétaires
ιδιοκτήτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proprietario, titolare, padrone, il proprietario, proprietaria, proprietario di
ιδιοκτήτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dono, proprietário, possuir, próprio, do proprietário, proprietário do, arrendador
ιδιοκτήτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigenaar, bezitter, de eigenaar, verhuurder, eigenaar van
ιδιοκτήτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обладание, хозяйка, содержатель, обладатель, собственник, владелец, держатель, хозяин, владетель, предприниматель, владельцу, владельцем, владельца, владельцы
ιδιοκτήτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eier, eieren, eieren av
ιδιοκτήτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ägare, ägaren, ägaren för mer information, ägaren för
ιδιοκτήτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haltija, omistaja, isäntä, omistajan, omistajalle, omistajaan, Omistajalle ja
ιδιοκτήτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ejer, Ejeren, annoncøren, ejerens
ιδιοκτήτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlastník, majitel, držitel, vlastníkem, majitelem, s agenturou
ιδιοκτήτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiadacz, armator, właściciel, właścicielem, Jesteś właścicielem, właściciela
ιδιοκτήτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tulajdonos, tulajdonosa, használati, tulajdonosának, tulajdonosnak
ιδιοκτήτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mal sahibi, sahip, sahibi, kitabı, sahibinin
ιδιοκτήτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хазяїн, господар, володілець, хазяїне, власник
ιδιοκτήτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronar, pronari, pronari i, pronarit, pronar i
ιδιοκτήτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
собственик, ръководство, ръководство на, Притежател, собственика
ιδιοκτήτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўладальнік, уладальнік, каманды, гаспадар
ιδιοκτήτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omanik, omaniku, omanikule, kodu, omanikul
ιδιοκτήτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posjednik, vlasnika, vlasnik, vlasnikom, vlasniku, oglašivača, vlasnik objekta, Iznajmljivač
ιδιοκτήτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eigandi, eiganda, eigandinn
ιδιοκτήτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savininkas, šeimininkas, savininko, savininkė
ιδιοκτήτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašnieks, īpašniekam, īpašnieku, īpašnieka, owner
ιδιοκτήτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопственикот, сопственик, сопственик на, сопственикот на, на сопственикот
ιδιοκτήτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
posesor, proprietar, proprietarului, Deținător de
ιδιοκτήτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lastnik, gospodar, Lastnik, lastnika, lastnik objekta, lastnica, imetnik
ιδιοκτήτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlastník, majiteľ
Στατιστικά δημοτικότητας: ιδιοκτήτης
Τυχαίες λέξεις