Accot στα ελληνικά
Μετάφραση: accot, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθεια, υπόλοιπος, ξεκουράζομαι, συμπαράσταση, στήριγμα, ησυχασμός, στυλοβάτης, υποστήριγμα, κατασκευαστές, ιθύνοντες, διαμορφωτές, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accostées στα ελληνικά - παρενόχληση
- accostés στα ελληνικά - πλησίασε, συνάντησε, accosted, τιμές βομβαρδίζονται, τις τιμές βομβαρδίζονται
- accotement στα ελληνικά - ώμος, σπάλα, μεταίχμιο, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
- accoter στα ελληνικά - υποστηρίζω, στυλοβάτης, βοήθεια, στήριγμα, συμπαράσταση, συντηρώ, υποστήριγμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Accot στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθεια, υπόλοιπος, ξεκουράζομαι, συμπαράσταση, στήριγμα, ησυχασμός, στυλοβάτης, υποστήριγμα, κατασκευαστές, ιθύνοντες, διαμορφωτές, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης
Μεταφράσεις: βοήθεια, υπόλοιπος, ξεκουράζομαι, συμπαράσταση, στήριγμα, ησυχασμός, στυλοβάτης, υποστήριγμα, κατασκευαστές, ιθύνοντες, διαμορφωτές, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης