Λέξη: άναυδος

Σχετικές λέξεις: άναυδος

άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, έμεινα άναυδος

Συνώνυμα: άναυδος

άφωνος

Μεταφράσεις: άναυδος

άναυδος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speechless, dumbfounded, stunned, shocked, astonished

άναυδος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mudo, estupefacto, atónito, dumbfounded, atónitos, atónita

άναυδος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprachlos, entgeistert, perplex, verblüfft, verdutzt

άναυδος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
silencieux, muet, éberlué, abasourdi, stupéfait, sidéré, médusé

άναυδος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muto, interdetto, sbalordito, bocca aperta, attonito, a bocca aperta

άναυδος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mudo, calado, estupefato, aturdido, pasmo, estarrecido, estarrecidos

άναυδος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprakeloos, stom, verbluft, stomheid geslagen, stomverbaasd, met stomheid geslagen, verbijsterd

άναυδος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бессловесный, невыразимый, немой, безответный, безмолвный, молчаливый, онемевший, ошеломленный, ошарашенный, ошеломлен, ошарашен, остолбенел

άναυδος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
målløs, stum, forbløffet, dumbfounded, lamslått

άναυδος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stum, förstummad, mållös, förbluffad, förvånade, mållösa

άναυδος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mykkä, vaitonainen, lausumaton, mykistynyt, hämmästynyt, ällistynyt, sanaton, mykistyvät

άναυδος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stum, lamslået, målløs, forbløffet, paf, målløse

άναυδος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
němý, mlčenlivý, oněmělý, zaražený, vyjevený, ohromen, ohromeně, ohromený

άναυδος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
milczący, niemy, oniemiały, osłupiały, zdumiony, oniemiała, osłupieniu

άναυδος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
holtrészeg, megnémult, elnémult, elképedt, elképedve, meglepett, megdöbbent, döbbenten

άναυδος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaşkın, dumbfounded, hayretler, şaşkına, afallamıştı

άναυδος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
онімілий, німий, німою, німої, німій, безмовний, приголомшений, ошелешений, очманілий

άναυδος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
memec, i shtangur, shtangur, gojëhapur

άναυδος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
втрещен, смаян, слисан, смаяна, онемял

άναυδος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нямы, ашаломлены, аслупянелы, як аслупянелы, збянтэжаны, агаломшаны

άναυδος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnatu, üllatunud, tummaks löödud, Mykistynyt, Sanaton

άναυδος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nijem, ćudljiv, zanijemio, zapanjen, zapanjeni, zaprepašten, zaprepašteno, osupnut

άναυδος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dumbfounded

άναυδος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bežadis, Aptvertas, apstulbinti, priblokštas

άναυδος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mēms, sastulbušais

άναυδος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уплашен, dumbfounded, премногу уплашен

άναυδος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mut, uluit, înmărmurit, stupefiat, încremenit, consternat

άναυδος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osuplo, Zanijemio

άναυδος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zarazený, osadený, zapečatený
Τυχαίες λέξεις