Λέξη: ήσυχος
Σχετικές λέξεις: ήσυχος
ήσυχοσ συνώνυμα, μείνε ήσυχος, ήσυχος ύπνος, ήσυχοσ σαν, ήσυχος συριζα, ήσυχοσ κώστασ, ήσυχος κώστας βιογραφικο
Συνώνυμα: ήσυχος
ήρεμος, γαλήνιος, πράος, ακούνητος, ακίνητος, ατάραχος, σοβαρός, χωρίς σπουδαία γεγονότα
Μεταφράσεις: ήσυχος
ήσυχος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quiet, sedate, uneventful, calm, tranquil
ήσυχος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aquietar, tranquilizar, sosegado, sosegar, callado, silencioso, silencio, calmar, serenidad, quieto, tranquilidad, tranquilo, tranquila, calma
ήσυχος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mild, leise, friedlich, ruhig, geräuscharm, sanft, still, gelassenheit, fromm, ruhe, beruhigen, schweigen, stille, Ruhe, ruhigen
ήσυχος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rassurer, silence, discret, calmer, bas, feutrée, paix, doux, tranquilliser, pacifique, tempéré, placide, tranquillité, apaiser, radoucir, quiet, calme, tranquille, paisible, silencieux, au calme
ήσυχος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calma, calmo, acquietare, placido, quieto, calmare, tranquillo, silenzio, pacifico, quiete, placare, silenzioso, tranquilla, tranquillità
ήσυχος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quieto, depressa, calmo, rapidamente, sossegado, tranquilo, calma, silencioso
ήσυχος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rustig, stil, geruststellen, bedaard, kalmte, stilte, kalm, rustigheid, bedaren, kalmeren, rustige, vrede, ongestoord
ήσυχος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тихий, скромный, смирный, молчание, уняться, успокоить, мирный, успокаивать, кроткий, спокойный, спокойствие, униматься, малоречивый, унять, затихнуть, тишь, тихо, тихая, спокойное, тихое
ήσυχος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fredelig, rolig, stille, taushet, stillhet, blid, rolige, ro
ήσυχος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stillhet, lugn, stilla, tyst, lugna, stillsam, lugnt, tysta, ro
ήσυχος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äänetön, tyyni, viihdyttää, hillitty, sopuisa, hiljaisuus, hiljentää, hiljainen, rauhallisella, rauhallinen, hiljaisella, hiljaista
ήσυχος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stille, ro, rolig, stilhed, quiet, rolige, roligt
ήσυχος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nevtíravý, nehlučný, mírný, ticho, zdrženlivý, utišit, tišit, nerušený, uklidnit, uklidňovat, tichý, klidný, ztichnout, klid, klidné
ήσυχος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uspokoić, zaciszny, milczenie, bezwietrzny, cisza, dyskretny, uspokajać, cichy, spokój, uspakajać, spokojny, ciche
ήσυχος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugodt, csendes, halk
ήσυχος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uysal, sessiz, rahat, hareketsiz, yumuşak, sakin, huzur, sessizlik, sakin bir, sessiz bir, quiet
ήσυχος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерухомий, тихий, легкий, тихе, слабкий, тиха
ήσυχος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qetë, i qetë, të qetë, e qetë
ήσυχος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тих, тихо, спокоен, тиха, спокойно
ήσυχος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ціхі, лёгкі, слабы, умераны
ήσυχος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaikne, vaikses, vaiksed, vaikset, vaiksel
ήσυχος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utišati, tišine, tih, spokojstvo, tiho, mirno, miran, tišini, mirna
ήσυχος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spakur, kyrr, hægur, stilltur, rólegur, rólegt, ró, rólega, hljótt
ήσυχος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
silentium, placidus, quietus, quies
ήσυχος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramus, ramybė, tylus, tyla, ramioje, tyliai, rami
ήσυχος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miers, mierīgs, klusums, kluss, klusa, klusu, klusi, klusumu
ήσυχος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тивка, тивко, тивки, мирна, мирен
ήσυχος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
linişti, linişte, liniştit, calm, liniștit, liniște, liniștită, linistita
ήσυχος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tih, mirna, tiho, tiha, mirno
ήσυχος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ticho, kladný, tichý, pokojný, tichá, tichú
Τυχαίες λέξεις