Acquit στα ελληνικά

Μετάφραση: acquit, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, παραλαβή, πιστοποιητικό, απόδειξη, παραλαβής, την παραλαβή, τη λήψη
Acquit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquisition στα ελληνικά - πόρθηση, αγοράζω, αιχμαλωσία, ικανότητα, αγορά, τέχνη, επιδεξιότητα, ...
  • acquissez στα ελληνικά - αποκτώ
  • acquitta στα ελληνικά - αθωωθεί, αθωώθηκε, αθώωσε, απαλλάχθηκε, απάλλαξε
  • acquittai στα ελληνικά - αθωωθεί, αθωώθηκε, αθώωσε, απαλλάχθηκε, απάλλαξε
Τυχαίες λέξεις
Acquit στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, παραλαβή, πιστοποιητικό, απόδειξη, παραλαβής, την παραλαβή, τη λήψη