Λέξη: αντανακλώ

Σχετικές λέξεις: αντανακλώ

αντανακλώ συνώνυμο, αντανακλώ συνώνυμα

Συνώνυμα: αντανακλώ

κατοπτρίζω, ανακάμπτω, συλλογίζομαι, αντικαθρεφτίζω, αντηχώ, ηχώ

Μεταφράσεις: αντανακλώ

αντανακλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reflect, reverberate, the reflected

αντανακλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especular, reflejar, cavilar, reflexionar, refleje, reflejen, reflejará

αντανακλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reflektieren, überlegen, zurückwerfen, widerspiegeln, nachdenken, meditieren, abspiegeln, spiegeln, beziehen, beziehen sich

αντανακλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfléchis, renvoyer, réfléchissons, méditation, réfléchissent, spéculer, contempler, réfléchissez, répercuter, envisager, raisonner, reflètent, réfléchir, méditer, songer, refléter, tenir compte, le reflet

αντανακλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riflettere, riverberare, rispecchiare, relativi, sono relativi, riflettono

αντανακλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reflectir, repercutir, reverberar, refinaria, ver, espelhar, refletir, refletem, reflectem, reflete

αντανακλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerkaatsen, spiegelen, reflecteren, weerspiegelen, bedenken, afspiegelen, terugkaatsen, nadenken, afspiegeling, weer te geven

αντανακλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
делать, размышлять, задумываться, отразить, отшибить, отбить, отражать, отображать, отобразить, отбивать, раздумывать, рассуждать, навлекать, отколотить, изображать, отражают, отражает, отражения

αντανακλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjenspeile, reflektere, reflekterer, gjenspeiler, nødvendigvis

αντανακλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återspegla, betänka, reflektera, speglar, spegla

αντανακλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pohtia, heijastua, tuumata, miettiä, häikäistä, kajastaa, heijastaa, heijastavat, kuvastavat, kuvastaa

αντανακλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afspejle, reflektere, afspejler, overveje, udtryk

αντανακλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obrážet, odrážet, přemýšlet, uvažovat, přemítat, odrazit, hloubat, obrazit, odrážejí, odráží, odrážely, odrážel

αντανακλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozważać, zastanawiać, odzwierciedlić, namyślać, odbijać, odzwierciedlać, rozmyślać, odzwierciedlają, odzwierciedla, odzwierciedlenia

αντανακλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tükrözik, tükrözi, tükrözze, tükröznie, tükrözzék

αντανακλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aylamak, yansıtmak, yansıtacak, yansıtan, yansıtmaktadır, yansıtır

αντανακλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переобладнання, переобладнувати, переобладнати, відображати, відбивати, відображатиме

αντανακλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reflektoj, pasqyroj, pasqyrojnë, reflektojë, të reflektuar

αντανακλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отразят, отразяват, отразяване, отразява, отрази

αντανακλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адлюстроўваць, адбіваць

αντανακλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läige, kajastama, peegeldama, kajastada, kajastavad, peegeldavad

αντανακλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odražavati, odraziti, razmišljati, prikazivati, odražavaju, odražava

αντανακλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurspegla, að endurspegla, endurspeglun, endurspeglun á, endurspeglar

αντανακλώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
consulo

αντανακλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atspindėti, atspindi, atspindėtų, apsvarstyti, atitiktų

αντανακλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atstarot, atspoguļot, atspoguļo, atspoguļotu, jāatspoguļo, atspoguļos

αντανακλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рефлектираат, се рефлектира, одразуваат, се одразуваат, ги одразуваат

αντανακλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oglindi, reflecta, reflectă, reflecte, a reflecta, să reflecte

αντανακλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odrazit, premisliti, odraz, odražajo, odraža, odražati, izražajo, odražala

αντανακλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odraz, odrážať, odzrkadľovať, zohľadňovať, zohľadniť, odráža
Τυχαίες λέξεις