Λέξη: καλώδιο
Σχετικές λέξεις: καλώδιο
καλώδιο utp, καλώδιο usb, καλώδιο hdmi, καλώδιο vga, καλώδιο iphone 5, καλώδιο mhl, καλώδιο otg, καλώδιο κεραίας, καλώδιο τηλεφώνου, καλώδιο ethernet, hdmi καλώδιο, καλωδιο
Συνώνυμα: καλώδιο
άνθρωπος, φαιδρός, παλαμάρι
Μεταφράσεις: καλώδιο
καλώδιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cable, wire, cord, cable is, cable to
καλώδιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
telegrama, hilo, cable, telegrafiar, alambre, cable de, por cable, de cable, cables
καλώδιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kabeln, telegraphieren, leitung, telegrafieren, telegramm, verdrahten, seil, draht, drahtschlinge, kabel, Kabel
καλώδιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
câble, fil, télégramme, câblogramme, dépêche, câblez, câblent, télégraphier, câblons, câbler, par câble, câbles, le câble, cable
καλώδιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavo, fune, filo, via cavo, cavo di, cavi, del cavo
καλώδιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabo, invernar, telegrama, cabos, fio, arame, cabo de, por cabo, a cabo
καλώδιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
telegram, draad, tros, metaaldraad, kabel, de kabel, kabels
καλώδιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
канат, провод, шнур, кабель, бечева, кабельтов, радировать, трос, озвучить, каблограмма, проволока, телеграфировать, телеграмма, Кабельное, кабеля, кабельный, кабельных
καλώδιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
telegram, ledning, kabel, kabelen
καλώδιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
telegram, kabel, kabeln
καλώδιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lanka, vaijeri, kaapeli, johto, sähköjohto, sähke, kaapelin, kaapelilla
καλώδιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
telegram, kabel, tråd, kablet
καλώδιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kabelovat, lanko, drát, lano, telegrafovat, kabelogram, kabel, kabelová, kabelu, kabelové, kabelovou
καλώδιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drutować, telegram, depeszować, przewód, drut, kablogram, kabel, zadepeszować, linka, kablówka, telegrafować, kablować, linia, depesza, zadrutować, zatelegrafować, kablowy, lina, kablowa, kabla
καλώδιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
távirat, sodronykötél, sodrony, huzal, drót, kábel, kábelt, kábellel
καλώδιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tel, kablo, telgraf, kablosu, kablolu, kablosunun, kablosunu
καλώδιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
линва, кодола, кабель, кабелю
καλώδιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tel, kabllo, kabëll, kabllor, cable, kabllo të
καλώδιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кабел, жица, кабелна, кабела, кабелни, с кабелна
καλώδιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нiтка, кабель
καλώδιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tross, võhmal, vaier, kaabel, kaabli, kaablit
καλώδιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uže, žica, brzojaviti, kabl, telegrafirati, konopac, kabla, sajla, telegram, kabel, kabela, kabelska, Kablovska, kabelske
καλώδιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaðall, festi, snúru, kapal-, snúruna, kapall
καλώδιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viela, laidas, telegrama, kabelis, Kabelinė, kabelio, kabelių, kabelinės
καλώδιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vads, stieple, kabelis, telegramma, kabeļu, kabeļtelevīzija, kabeli, kabeļa
καλώδιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кабелот, кабел, кабелски, кабловска, кабел за
καλώδιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sârmă, cablu, telegramă, prin cablu, cablu de, de cablu, cablului
καλώδιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kabel, žica, kabla, kabelski, kabelsko, kabelske
καλώδιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drať, lano, kábel, kábl, kabel, kábla
Στατιστικά δημοτικότητας: καλώδιο
Τυχαίες λέξεις