Agissant στα ελληνικά
Μετάφραση: agissant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απασχολημένος, ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, δράση, ηθοποιία, ενεργεί, ενεργήσει, που ενεργεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agirent στα ελληνικά - ενήργησε, ενήργησαν, ενεργήσει, αποφασίσει, ενεργούσε
- agis στα ελληνικά - πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
- agissements στα ελληνικά - δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
- agissent στα ελληνικά - πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
Τυχαίες λέξεις
Agissant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απασχολημένος, ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, δράση, ηθοποιία, ενεργεί, ενεργήσει, που ενεργεί
Μεταφράσεις: απασχολημένος, ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, δράση, ηθοποιία, ενεργεί, ενεργήσει, που ενεργεί