Λέξη: διαφυγή
Σχετικές λέξεις: διαφυγή
διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, διαφυγή τριγλώχινας βαλβίδας, χωρίς διαφυγή, διαφυγή αορτικής βαλβίδας, διαφυγή βαλβίδας, διαφυγή μιτροειδούς, διαφυγή μιτροειδούς βαλβίδας, διαφυγή αμνιακού υγρού, φλεβική διαφυγή, διαφυγή λεξικο
Συνώνυμα: διαφυγή
απόδραση, δραπέτευση
Μεταφράσεις: διαφυγή
διαφυγή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leakage, escape, escaping, escape of, to escape
διαφυγή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derrame, escape, fuga, escapar, de escape, huida
διαφυγή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verlust, austreten, auslaufen, durchsickern, leck, leckage, Flucht, Entweichen, entkommen, Austritt, entfliehen
διαφυγή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écoulement, coulage, fuite, déperdition, évasion, échapper, échappement, évacuation
διαφυγή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perdita, fuga, di fuga, escape, evasione, fuggire
διαφυγή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuga, escapar, de escape, de fuga, saída
διαφυγή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lek, ontsnapping, ontsnappen, escape, te ontsnappen
διαφυγή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утечка, просачивание, течь, побег, бежать, выход, бегство, спасение
διαφυγή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lekkasje, flukt, rømning, escape, flykte, unnslippe
διαφυγή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flykt, fly, escape, flykten, utrymnings
διαφυγή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuoto, paeta, escape, pakenemaan, poistumisteiden
διαφυγή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flugt, escape, flygte, undslippe, udslip
διαφυγή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vytékání, uniknout, útěk, únik, úniku, escape
διαφυγή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeciek, wyciek, ulatnianie, upływność, przeciekanie, wyciekanie, ucieczka, uciec, ucieczki, escape, ewakuacji
διαφυγή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömítetlenség, súlyveszteség, elszivárgás, kicsurgás, kiszivárgás, áteresztés, menekülés, menekülési, escape, menekülni, hogy tökéletes nyugalmat
διαφυγή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçış, escape, bir kaçış, Merdiveni, kaçma
διαφυγή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витік, теча, просочуватися, втечу, втеча, пагін
διαφυγή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ikje, arratisje, shpëtim, shpëtojnë, shpëtuarit
διαφυγή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теч, бягство, избяга, бягството, бягство от ежедневието, евакуация
διαφυγή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўцёкі, уцёкі
διαφυγή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leke, põgenemine, põgeneda, põgenemiseks, pingete maandamiseks, põgenemise
διαφυγή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeg, pobjeći, bijega, za bijeg, izlaza
διαφυγή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flýja, Escape
διαφυγή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape
διαφυγή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizbēgt, glābšanās, evakuācijas, izkļūt, izbēgt
διαφυγή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бегство, избега, да избега, бегството, бегање
διαφυγή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
evadare, evacuare, de evacuare, scăpare, scăpa
διαφυγή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pobeg, escape, pobegniti, izhod v sili, za izhod v sili
διαφυγή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únik, uniknúť
Τυχαίες λέξεις