Amène στα ελληνικά

Μετάφραση: amène, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
Amène στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • amenuisés στα ελληνικά - περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε
  • amenée στα ελληνικά - έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
  • amenées στα ελληνικά - έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
Τυχαίες λέξεις
Amène στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε