Bénin στα ελληνικά

Μετάφραση: bénin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήπιος, ευγενικά, μικρός, άνοστος, φιλικός, πρόσχαρος, ζεστός, μαλακός, ασήμαντος, φωτίζω, φωτερός, άτολμος, υπεξούσιος, καλοήθης, καλοκάγαθος, ανάβω, Μπενίν, το Μπενίν, Benin, του Μπενίν
Bénin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bénie στα ελληνικά - ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
  • bénies στα ελληνικά - ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
  • bénir στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, ευλογώ, αφιερώνω, καθαγιάζω, ευλογεί, ευλογήσει, ...
  • bénis στα ελληνικά - ευλογώ, ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
Τυχαίες λέξεις
Bénin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήπιος, ευγενικά, μικρός, άνοστος, φιλικός, πρόσχαρος, ζεστός, μαλακός, ασήμαντος, φωτίζω, φωτερός, άτολμος, υπεξούσιος, καλοήθης, καλοκάγαθος, ανάβω, Μπενίν, το Μπενίν, Benin, του Μπενίν