Λέξη: πετσοκόβω
Συνώνυμα: πετσοκόβω
κατακόπτω, κομματιάζω, ιππεύω, σχίζω, κόπτω
Μεταφράσεις: πετσοκόβω
πετσοκόβω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slash, hack
πετσοκόβω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuchillada, hachazo, corte, rocín, piratear, escritorzuelo
πετσοκόβω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
peitschen, schrägstrich, schmarre, schnitt, hacken, Kerbe, Hack, Hacks
πετσοκόβω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balafre, flageller, fouailler, cingler, plaie, couper, coupe, hacher, taillade, coup, fouetter, déchiqueter, estafilade, blessure, balafrer, défiler, entaille, pirater, piratage, bidouille, astuce
πετσοκόβω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tagliare, frustare, taglio, trucco, mod
πετσοκόβω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
golpear, inclinar, picareta, cortar, mercenário, corte, truque
πετσοκόβω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afkraken, houwen, hakken, hack, houwer, truc
πετσοκόβω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щелкать, искрошить, косить, прорезь, рубить, сокращение, уменьшать, зарубать, полоснуть, вырубка, сокращать, снижать, хлестать, полосовать, разрез, хак, взломать, взлом, обходное
πετσοκόβω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hack, banalisere, hack for, hakke
πετσοκόβω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prygla, hacka, hack, hack för
πετσοκόβω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viilto, viiltää, viillos, piestä, hakata, Hack, Kikkailu
πετσοκόβω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hack, banalisere, hacker
πετσοκόβω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
posekat, seknutí, rozčesat, rána, rozřezat, zbičovat, seknout, zmrskat, mrskat, řez, pořezat, bičovat, rozpárat, kopnutí, zaseknout, hack, prodejný člověk
πετσοκόβω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kiereszować, smagać, rozciąć, pociąć, obcinać, cięcie, ciąć, ukośnik, kaleczyć, rana, chłostać, walić, siekać, kilof, hack
πετσοκόβω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csapkod, Hack, hivatal csapk
πετσοκόβω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesmek, Hack, beygir, çentik, taksi
πετσοκόβω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знижувати, рубати, смугувати, хльостати, вирубка, рубатимуть
πετσοκόβω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kollë e thatë, faull, me mëditje, kollitem, i marrë me qira
πετσοκόβω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хамалски, кранта, Рязка рана, Hack, рана
πετσοκόβω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
секчы, сячы, рубіць
πετσοκόβω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
näksima, põtkama, labastama, jalahoop, näks
πετσοκόβω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rana, prorez, posjekotina, urez, udarac, šibati, pijuk, kljuse, najamni, isjeckati
πετσοκόβω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hakk, reiðhestur, Nýr, Hack, reiðhestur er
πετσοκόβω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapoti, įkarta, pakirsti, įpjauti, sukapoti
πετσοκόβω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pērt, banalizēt, kapāt, sacirst, sakapāt, robs
πετσοκόβω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
hack, удар со секира, секира, пробие, се пробие
πετσοκόβω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biciui, salahor, hack
πετσοκόβω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hack, kramp, Rešetkasto, hekanje
πετσοκόβω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kopnutie, náraz, kopnutia, kopnutí, kopanie