Λέξη: αθάνατος
Σχετικές λέξεις: αθάνατος
αθάνατος λουλούδι, αθάνατος μπαλαφας, αθάνατος βασιλικός, αθάνατος φυτό ιδιότητες, αθάνατος γυναικολόγος θεσσαλονίκη, αθάνατος στίχοι, αθάνατος βότανο, αθάνατος γυναικολόγος, αθάνατος αλόη, αθάνατος φυτό
Συνώνυμα: αθάνατος
αιώνιος, άφθαρτος
Μεταφράσεις: αθάνατος
αθάνατος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immortal, deathless, undying, agaze, an immortal
αθάνατος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmortal, inmortales, immortal, inmortalidad
αθάνατος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unsterblich, unvergänglich, gottheit, unsterbliche, unsterblichen, unsterblicher, unsterbliches
αθάνατος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sempiternel, éternel, divinité, indéfectible, impérissable, immortel, perpétuel, immortelle, immortels, immortelles, immortalité
αθάνατος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immortale, immortali, immortal
αθάνατος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imortal, imortais, immortal
αθάνατος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
godheid, onsterfelijk, onsterfelijke, onsterfelijk is, onvergankelijk
αθάνατος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неувядаемый, бессмертный, вечный, божество, бессмертным, бессмертны, бессмертна, бессмертен
αθάνατος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
udødelig, udøde, udødelige, immortal, uforgjengelige
αθάνατος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
odödlig, odödliga, odödligt, odödlige
αθάνατος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuolematon, jumala, kuolemattoman, kuolemattomia, kuolematonta, kuolemattomat
αθάνατος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udødelig, udødelige, udødeligt, udødelighed, immortal
αθάνατος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
věčný, nesmrtelný, nesmrtelná, nesmrtelné, nesmrtelní, nesmrtelným
αθάνατος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiekopomny, nieśmiertelny, wieczny, nieśmiertelna, nieśmiertelne, nieśmiertelni, nieśmiertelnym
αθάνατος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halhatatlan, halhatatlanná, halhatatlanok, a halhatatlan, halhatatlannak
αθάνατος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanrı, ölümsüz, immortal, ölümsüz bir, ölümsüzdür
αθάνατος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розбещеність, розпущеність, аморальність, безсмертний, невмирущий
αθάνατος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pavdekshëm, pavdekshëm, të pavdekshëm, pavdekshme, e pavdekshme
αθάνατος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бог, безсмъртен, безсмъртна, безсмъртни, безсмъртно, безсмъртната
αθάνατος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
несмяротны, неўміручы, бессмяротны, бяссмертны, несьмяротны
αθάνατος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
surematu, surematud, surematuks, surematute, surematut
αθάνατος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
besmrtan, besmrtna, besmrtni, besmrtne, besmrtno
αθάνατος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ódauðlegur, ódauðleg, ódauðlega, ódauðlegi, ódauðlegrar
αθάνατος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
immortalis
αθάνατος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nemirtingas, dievybė, nemirtinga, nemirtingi, nemirtingą, nemirtingu
αθάνατος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dievība, nemirstīgs, nemirstīgi, nemirstīga, nemirstīgu
αθάνατος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесмртни, бесмртна, бесмртен, бесмртните, бесмртно
αθάνατος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nemuritor, zeu, nemuritoare, nemuritori, veșnică
αθάνατος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
immortal, nesmrten, nesmrtni, nesmrtna, nesmrtne
αθάνατος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nesmrteľný, nesmrtelný