Bêtement στα ελληνικά
Μετάφραση: bêtement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβροντησία, νάρκη, κατάπληξη, αδράνεια, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ανόητο
Μεταφράσεις
- bêta στα ελληνικά - χαζός, βήτα, β, beta, βητα
- bête στα ελληνικά - αδέξιος, παράλογος, ζώο, γαϊδουρινός, ανίκανος, μουγγός, ηλίθιος, ...
- bêtise στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, ανοησία, μωρία, ανοησίας, την ανοησία, αφροσύνη
- bêtises στα ελληνικά - ανοησία, μωρία, ανοησίας, την ανοησία, αφροσύνη
Τυχαίες λέξεις
Bêtement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβροντησία, νάρκη, κατάπληξη, αδράνεια, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ανόητο
Μεταφράσεις: εμβροντησία, νάρκη, κατάπληξη, αδράνεια, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ανόητο