Λέξη: ειδύλλιο
Σχετικές λέξεις: ειδύλλιο
ειδύλλιο λεξικό, ειδύλλιο των τριών βασιλείων, ειδύλλιο του master chef, ειδύλλιο γεννήθηκε στο reality μαγειρικής, καλοκαιρινό ειδύλλιο, ειδύλλιο συνώνυμα, ειδύλλιο σημασία, ειδύλλιο ετυμολογία, δραματικό ειδύλλιο, αμερικανικό ειδύλλιο
Συνώνυμα: ειδύλλιο
ρομάντζο, μυθιστορία, ρωμάντζα, εποποιία, μυθιστόρημα
Μεταφράσεις: ειδύλλιο
ειδύλλιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
idyll, romance
ειδύλλιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
idilio, novela, romance, Pareja, romantica, Romántico
ειδύλλιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
idylle, Romantik, romanze, romance, Roman, Beziehung
ειδύλλιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
idylle, romance, roman, romantisme, la romance, romantique
ειδύλλιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
romanticismo, romanza, romanzesco, storia romantica, storia d'amore
ειδύλλιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
romance, Romântico, o romance
ειδύλλιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idylle, romance, Romantiek, romaans, Romantisch, roman
ειδύλλιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
идиллия, романтика, роман, романтические отношения, романтические, романс
ειδύλλιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
romantikk, romance, romanse, romantisk
ειδύλλιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
romantik, romantiska, Romance, roman, romans
ειδύλλιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
romanssi, Romanttinen matka, romance, romantiikkaa, Virtual romanssia
ειδύλλιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
romance, Romantik, Romantisk, Kærlighed, Kæreste
ειδύλλιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
idyla, selanka, romance, Romantika, románek, román, romantiku
ειδύλλιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sielanka, idylla, romans, Romance, Romantyczny wypad, romantyczna, romansu
ειδύλλιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pásztorköltemény, románc, romantika, romantikus, romantikusak
ειδύλλιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
romantizm, Romantik, romance, romantizmi, romans
ειδύλλιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
романтика
ειδύλλιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
romancë, romanca, romance, histori dashurie, romancë e
ειδύλλιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идолния, романтика, Романс, Romance, романтиката, Романтичен
ειδύλλιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рамантыка, клубаў
ειδύλλιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
romantika, Romantikareis, romantikat, romantilist, tüüp romantilist
ειδύλλιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
idila, romantika, romansa, romantiku, romantike, romance
ειδύλλιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rómantík, Rómantískar ferðir, Romance, Rómantískar, Fjölskylduferðir
ειδύλλιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
romantika, romanas, romatiškiems susitikimams, romanui, romance
ειδύλλιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
romance, Romantika, romantiskas attiecības, romantiskas, romantiku
ειδύλλιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
романтика, романса, романтиката, романсата, романтична
ειδύλλιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
romantism, dragoste, poveste de dragoste, romantismul, romance
ειδύλλιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
romance, romanca, romantika, romantiko, romantiku
ειδύλλιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
idyla, romance, romanca, Romantika
Τυχαίες λέξεις