Câlin στα ελληνικά

Μετάφραση: câlin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωπεύω, τρυφερός, μαλακός, καλόπιασμα, ικανότητά του να παράγει
Câlin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affûtage στα ελληνικά - εξοπλισμός, ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
  • attaquez στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
  • cloche στα ελληνικά - κουδούνι, καμπάνα, καμπάνας, κώδωνα, κουδουνιού
  • cognée στα ελληνικά - τσεκούρι, πέλεκας, πελέκι, μπαλτάς, πέλεκυς, τάπητας, το τσεκούρι
Τυχαίες λέξεις
Câlin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, τρυφερός, μαλακός, καλόπιασμα, ικανότητά του να παράγει