Câlin στα ελληνικά
Μετάφραση: câlin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωπεύω, τρυφερός, μαλακός, καλόπιασμα, ικανότητά του να παράγει
![Câlin στα ελληνικά Câlin στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-fr-gr-11745.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affûtage στα ελληνικά - εξοπλισμός, ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
- attaquez στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- cloche στα ελληνικά - κουδούνι, καμπάνα, καμπάνας, κώδωνα, κουδουνιού
- cognée στα ελληνικά - τσεκούρι, πέλεκας, πελέκι, μπαλτάς, πέλεκυς, τάπητας, το τσεκούρι
Τυχαίες λέξεις
Câlin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, τρυφερός, μαλακός, καλόπιασμα, ικανότητά του να παράγει
Μεταφράσεις: θωπεύω, τρυφερός, μαλακός, καλόπιασμα, ικανότητά του να παράγει