Λέξη: υπουργείο

Σχετικές λέξεις: υπουργείο

υπουργείο πολιτισμού, υπουργείο εσωτερικών, υπουργείο εργασίας, υπουργείο υγείας, υπουργείο δικαιοσύνης, υπουργείο μεταφορών, υπουργείο οικονομικών, υπουργείο εξωτερικών, υπουργείο ανάπτυξης, υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης, υπουργείο παιδείας, υπουργειο, υπουργείο διοικητικής μεταρρύθμισης, διαύγεια, βασεις 2011, διαυγεια, υπουργείο υγείας διαύγεια, αποτελεσματα πανελληνιων, υπουργειο παιδειας, υπουργείο παιδειας, υπουργειο παιδειασ

Συνώνυμα: υπουργείο

υπουργικό συμβούλιο, ντουλάπι, ερμάριο, κομό, υπουργία, υπηρεσία, κλήρος, ιερατείο, τμήμα, διαμέρισμα, κλάδος, νόμος

Μεταφράσεις: υπουργείο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ministry, department, Ministry of, the Ministry, Department of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ministerio, el ministerio, ministerio de, del Ministerio, Secretaría
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bundesministerium, ministerium, Ministerium, Dienst, Ministeriums, Amt
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ministère, clergé, Ministère de, le ministère, ministère a, ministères
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ministero, dicastero, pastorale, il ministero, ministero per, ministero di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ministro, ministério, o ministério, ministério de, do Ministério, Ministro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ministerie, bediening, dienst, ministerie van, ambt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
духовенство, министерство, пастырство, Министерства, служение, Министерством, министерстве
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ministerium, departement, departementet, tjeneste, Ministry, tjenesten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
departement, ministerium, ministeriet, departementet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ministeriö, ministeriön, Ministry, ministeriölle, valtiovarainministeriön
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ministerium, Ministeriet, tjeneste, Ministry, tjenestegerning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ministerstvo, duchovenstvo, služba, ministerstva, Ministerstvem, ministerstvu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
duszpasterstwo, ministerstwo, kler, posługa, służba, ministerstwa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
minisztérium, minisztériumi, tárca, szolgálata, Minisztériuma
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakanlık, bakanlığı, bakanlığından, bakanlığının
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міністерства, міністерство, Міністерства
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ministi, ministri, Ministria, Ministria e, ministrisë, ministrisë së
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
министерство, духовенство, служение, служението, министерство на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міністэрства
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ministeerium, ministeeriumi, Ministry, ministeeriumile, ministeeriumide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
služenje, ministarstvo, vlada, kabinet, svećenstvo, ministarstva, Ministarstva, služba, Ministarstvu, Ministarstvo je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðuneyti, ráðuneytið, Ministry, ráðuneytisins, þjónusta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ministerija, ministerijos, tarnavimas, tarnystė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ministrija, ministrijas, Latvijas, ministriju, kalpošana
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Министерство, Министерството, Министерството за, Министерство за, работи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
minister, lucrarea, lucrare, ministerului, slujire
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ministrstvo, Ministrstvu, ministrstva, ministrstvo za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ministerstvo, ministerstva, ministerstve

Στατιστικά δημοτικότητας: υπουργείο

Τυχαίες λέξεις