Censément στα ελληνικά

Μετάφραση: censément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαινομενικά, τάχα, υποτίθεται, δήθεν, υποτίθεται ότι, υποθετικά
Censément στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • censurées στα ελληνικά - λογοκρίνονται, λογοκρίνεται, λογοκριμένη, λογοκρίθηκε, λογοκριθεί
  • censurés στα ελληνικά - λογοκρίνονται, λογοκρίνεται, λογοκριμένη, λογοκρίθηκε, λογοκριθεί
  • cent στα ελληνικά - εκατόν, σεντ, εκατό, αι, λεπτά, τοις
  • centaine στα ελληνικά - αιώνας, εκατόν, εκατονταετηρίδα, εκατό, εκατοντάδες, εκατοντάδων, διακόσια
Τυχαίες λέξεις
Censément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαινομενικά, τάχα, υποτίθεται, δήθεν, υποτίθεται ότι, υποθετικά