Λέξη: στρίγγλα
Σχετικές λέξεις: στρίγγλα
στρίγγλα μάνα, η στρίγγλα, στρίγγλα που έγινε αρνάκι, στρίγκλα και καλλονή
Συνώνυμα: στρίγγλα
παληόγρια, μέγαιρα, είδος ποντικού, δύστροπη γυναίκα, θηλυκή αλεπού, θηλειά αλώπηξ, μάγισσα, ανδρογύναικα
Μεταφράσεις: στρίγγλα
στρίγγλα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shrew, vixen, hag, virago, witch
στρίγγλα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zorra, Vixen, de Vixen, raposa, arpía
στρίγγλα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Füchsin, vixen, Drachen
στρίγγλα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chipie, furie, harpie, musaraigne, dragon, mégère, renarde, Vixen, coquine, renard
στρίγγλα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volpe femmina, Vixen, volpe, megera, bisbetica
στρίγγλα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
megera, Vixen, raposa, do Vixen, Vixen do
στρίγγλα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helleveeg, feeks, haaibaai, furie, Vixen, van Vixen, vos, moervos
στρίγγλα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
землеройка, мегера, Vixen, лисица, лисицы, Виксен
στρίγγλα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vixen
στρίγγλα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vixen, argbigga, ragata, rävhona, rävhonan
στρίγγλα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äkäpussi, Vixen, naaraskettu, kettu, Vixens
στρίγγλα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Vixen, hunræv, arrigtrold, tæve, harpe
στρίγγλα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dračice, fúrie, štěkna, liška, Vixen, Bystroušky, čarodějnice
στρίγγλα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złośnica, jędza, ryjówka, diablica, sekutnica, megiera, lisica, vixen, awanturnica
στρίγγλα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hárpia, nőstény róka, boszorkány, Vixen
στρίγγλα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cadaloz, VIXEN, dişi tilki, huysuz kadın, cadısı
στρίγγλα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
землерийка, мегера
στρίγγλα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhelpër femër, gjuhustër
στρίγγλα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кавгаджийка, свадлива жена, Vixen, лисица, женска лисица
στρίγγλα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мегера
στρίγγλα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanamoor, karihiir, emarebane, Vixen, tige naine, Äkäpussi
στρίγγλα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rovka, lisica, svađalica, aspida, jezičava žena
στρίγγλα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Vixen, Skass
στρίγγλα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pikčiurna, Vixen, lapė, Jędza, pikta moteris
στρίγγλα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķildīga sieviete, VIXEN, lapsu mātīte
στρίγγλα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Vixen
στρίγγλα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vulpe, Vixen, viespe, femeie rea și arțăgoasă, ciumă
στρίγγλα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Lisica, Vixen
στρίγγλα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potvora, líška, liška, fox