Λέξη: στραγγαλίζω
Συνώνυμα: στραγγαλίζω
πνίγω, πνίγομαι, ασφυκτιώ, κλείω τον ατμό, σφίγγω
Μεταφράσεις: στραγγαλίζω
στραγγαλίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
choke, strangle, garrotte, scrag, throttle
στραγγαλίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estrangulador, estrangular, atragantarse, ahogar, sofocar, garrote, garrotte, garrote vil, el garrote vil
στραγγαλίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strangulieren, ersticken, drosselspule, verstopfen, erwürgen, drossel, würgen, garrotte, Garotte
στραγγαλίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étouffer, juguler, étranger, étouffent, étouffez, étouffons, laminer, suffoquer, engorger, mijoter, starter, s'étouffer, étrangler, étranglement, strangulation, boucher, garrot, garrotte, garrot vil, cordelette
στραγγαλίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affogare, strangolare, strozzare, soffocare, garrotta, garrotte, garrota, strangolare con la garrotta
στραγγαλίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sufocar, engasgar, esganar, estrangule, desconhecido, abafar, estrangular, bloqueador, garrote, garrotear, assaltar
στραγγαλίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
neerslaan, wurgen, onderdrukken, worgen, verstikken, smoren, verkroppen, choken, worgtoestel, wurgsnoer, worgkoord, wurging
στραγγαλίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заделать, забивать, дросселировать, засорять, жать, давить, задыхаться, задушить, поперхнуться, душить, удушить, давиться, заделывать, удавить, придушить, заглушать, гаррота
στραγγαλίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvele, Garrotte
στραγγαλίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strypa, kväva, GARROTTERING, GARROTERING, GARROTERA, GARROTTERA, STRYPA
στραγγαλίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuristaa, läkähtyä, tukehduttaa, ahdistaa, tukahduttaa, hotkaista, garrotte
στραγγαλίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
garrotte
στραγγαλίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
škrtit, kuckat, rdousit, zardousit, zaškrtit, zadusit, zaškrcení, uškrtit, tlumit, potlačovat, dusit, ucpat, přiškrtit, zacpat, garrotte
στραγγαλίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dławić, tłumić, krztusić, zakrztusić, korkować, udławić, zdławić, zadławić, zatkać, dusić, głuszyć, udusić, garota
στραγγαλίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elfojtódás, szivató, nyakszorító vassal kivégez
στραγγαλίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boğmak, boğulmak, tıkamak, boğarak idam, garrotte, boğarak idam etmek, boğazını sıkarak öldürmek, boğazını sıkarak öldürme
στραγγαλίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придушувати, душити, задушення, придушення, задушити, дросель, задихніться, задушувати, забивати, гаррота
στραγγαλίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbys, mbytje, qafore metalike, ekzekutim me mbytje
στραγγαλίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гарота, удушвам, удушване на човек, удушавам с гарота, смърт чрез удушване чрез гарота
στραγγαλίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаррота
στραγγαλίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lämbuma, kägistama, ummistama, garrottima, garrott
στραγγαλίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugušiti, zadaviti, davljenje, gušiti, daviti, udaviti, garota
στραγγαλίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafna, garrotte
στραγγαλίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
suffoco
στραγγαλίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garota, nubausti mirtimi pasmaugiant, pasmaugti norint apiplėšti, pasmaugimas norint apiplėšti
στραγγαλίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizsērēt, garrotte
στραγγαλίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
garrotte
στραγγαλίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colmata, strangula
στραγγαλίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
garrotte
στραγγαλίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
garrotte
Τυχαίες λέξεις