Débiliter στα ελληνικά

Μετάφραση: débiliter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταβάλλω, αδυνατίζω, εξουθενώ, εξασθενίζω, εξασθενίσει
Débiliter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bibliographe στα ελληνικά - βιβλιογράφος, βιβλιογράφου
  • budgéter στα ελληνικά - προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
  • chèvrefeuille στα ελληνικά - αιγόκλημα, αγιόκλημα, το αγιόκλημα, αγιοκλήματος
Τυχαίες λέξεις
Débiliter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταβάλλω, αδυνατίζω, εξουθενώ, εξασθενίζω, εξασθενίσει