Λέξη: λύσσα
Σχετικές λέξεις: λύσσα
λύσσα στις γάτες, λύσσα στον σκύλο, λύσσα κακιά, λύσσα ελασσόνα, λύσσα κεελπνο, λύσσα στον άνθρωπο συμπτωματα, λύσσα 2014, λύσσα σκυλιών, λύσσα συμπτώματα, λύσσα θεραπεία
Συνώνυμα: λύσσα
οργή, μανία, θυμός, υδροφοβία
Μεταφράσεις: λύσσα
λύσσα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fury, rabies, rage, hydrophobia, ragging, of rabies
λύσσα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rabia, furia, braveza, la rabia, de la rabia, de rabia, antirrábica
λύσσα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungestüm, wut, zorn, wildheit, grausamkeit, wahnsinn, furie, rage, raserei, grimm, Tollwut, die Tollwut, der Tollwut
λύσσα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
folie, férocité, frénésie, furie, colère, déchaînement, fureur, rage, la rage, antirabique, rabique, de la rage
λύσσα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
furia, rabbia, furore, la rabbia, della rabbia, antirabbica
λύσσα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raiva, da raiva, a raiva, rábica, de raiva
λύσσα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
razernij, woede, heftigheid, hondsdolheid, rabiës, rabies, van rabiës, tegen hondsdolheid
λύσσα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злость, помешательство, безумие, неистово, бешенство, безумство, фурия, ярость, жестокость, неистовость, свирепость, бешенства, бешенством, бешенству
λύσσα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanvidd, rabies, rabiat
λύσσα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
raseri, ilska, rabies, rabies som, av rabies
λύσσα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vimmaisuus, hurjuus, hysteria, raivo, rajuus, vimma, raivotauti, rabies, raivotaudin, raivotautia, raivotaudista
λύσσα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rabies, hundegalskab, af rabies, rabiesvirus
λύσσα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dračice, zběsilost, fúrie, zuřivost, běsnění, zlost, vztek, vzteklina, vztekliny, vzteklině, proti vzteklině, vzteklinu
λύσσα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szał, wściekłość, furia, pasja, zacietrzewienie, wścieklizna, wścieklizny, wściekliźnie, przeciwko wściekliźnie, wściekliznę
λύσσα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tombolás, fúria, veszettség, veszettség elleni, a veszettség, veszettséget, veszettségi
λύσσα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çılgınlık, hiddet, kuduz, rabies
λύσσα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шалено, лють, сказ, ярість, шаленство, шаленість, сказу
λύσσα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furi, egërsi, tërbimit, tërbimi, tërbim, i tërbimit
λύσσα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еринии, бяс, на бяс, бяса, беса
λύσσα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шаленства, шал
λύσσα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
fuuria, raev, marutaud, marutaudi, marutaudiga, marutaudi vastaste, marutaudi vastu
λύσσα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
srdžba, gnjev, bijes, strast, bjesnoća, bjesnoće, protiv bjesnoće, rabies, bjesnoću
λύσσα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hundaæði
λύσσα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rabies, furor
λύσσα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įniršis, įtūžis, pasiutligė, pasiutligės, pasiutligę, pasiutlige, nuo pasiutligės
λύσσα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dusmas, trakums, niknums, trakumsērga, trakumsērgu, trakumsērgas, pret trakumsērgu, ar trakumsērgu
λύσσα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
беснило, беснилото, на беснило, од беснило
λύσσα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furia, furie, turbare, rabiei, rabie, rabia, a rabiei
λύσσα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
steklini, steklina, steklino, proti steklini, stekline
λύσσα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
besnota, besnoty, typ besnoty