Λέξη: πιστοποιώ

Σχετικές λέξεις: πιστοποιώ

πιστοποιώ συνώνυμα

Συνώνυμα: πιστοποιώ

επικυρώνω, επιμαρτυρώ, βεβαιώνω

Μεταφράσεις: πιστοποιώ

πιστοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aver, authenticate, attest, certify, certifies, hereby certify, hereby certifies

πιστοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atestiguar, atestar, testificar, autenticar, certificar, certificará, certifica, certifique, acreditar

πιστοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beglaubigen, bestätigen, bescheinigen, zertifizieren, bescheinigt

πιστοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légaliser, accuser, constater, attester, témoignage, assurer, prouver, légitimer, indiquer, démontrer, certifier, affirmer, confirmer, authentifier, témoigner, attestation, certifie, certification, de certifier

πιστοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
testimoniare, attestare, vidimare, autenticare, giurare, certificare, certifica, certificano, certificare i

πιστοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ateste, atestar, certificar, certifica, Certifico, certificam

πιστοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getuigen, certificeren, waarmerken, verklaren, verklaart, te certificeren

πιστοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доводить, доказывать, удостоверять, свидетельствовать, твердить, заверять, удостоверить, подтверждать, утверждать, засвидетельствовать, сертифицировать, удостоверяю

πιστοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sertifisere, bekrefte, bekrefter, bekreftes herved, herved

πιστοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
certifiera, intyga, intygar, försäkrar, intygas

πιστοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väittää, laillistaa, todentaa, sanoa, todistaa, vannoa, varmentaa, todistettava, todistan

πιστοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
attestere, certificere, bekræfter, attesterer

πιστοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
legalizovat, potvrdit, osvědčení, osvědčit, vypovídat, atest, svědčit, ujišťovat, dosvědčit, nasvědčovat, ověřit, tvrdit, certifikovat

πιστοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwiarygodniać, potwierdzać, zalegalizować, poświadczać, uwierzytelnić, uwiarygodnić, legalizować, uwierzytelniać, stwierdzać, świadczyć, zapewniać, atestować, zaświadczać, zaświadczam, poświadczam

πιστοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
igazolja,, igazolom, igazolniuk

πιστοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
onaylamak, tasdik, belgelemek, onaylarım, belgelendirmek

πιστοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стверджувати, затверджувати, свідчити, засвідчіть, підтверджувати, посвідчити, посвідчувати, твердити, атестуйте, засвідчувати, ствердьте, сертифікувати, сертифікуватимуть, сертифікуватиме

πιστοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërtetoj, vërtetojë, të vërtetojë, të vërtetuar, certifikojë

πιστοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удостоверявам, потвърждавам, удостовери

πιστοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сертыфікаваць

πιστοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tunnistama, tõendama, kinnitama, kinnitan, tõendan

πιστοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovjeriti, tvrditi, potvrditi, potvrđujem, potvrđuje, ovjerava

πιστοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
votta, sannreynt, staðfesta, staðfesti, að votta

πιστοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paliudyti, patvirtinti, patvirtina, patvirtinu

πιστοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apliecināt, apliecinu, sertificēt

πιστοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потврдувам, потврди, потврдат, да потврдат, потврдува

πιστοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
certifica, certific, certifice, certifică, să certifice

πιστοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
atest, potrjujem,, potrjujem, potrditi

πιστοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nasvedčovať, atest, potvrdiť, potvrdenie
Τυχαίες λέξεις