Déclencher στα ελληνικά

Μετάφραση: déclencher, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαπολύω, προτρέπω, αχρηστεύω, σπιθοβολώ, εκτοξεύω, διεγείρω, καθελκύω, απενεργοποιώ, παρακινώ, συμψηφίσει, συμψηφιστεί, συμψηφισμού, ξεκίνησε, ξεκίνησαν
Déclencher στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agonissant στα ελληνικά - δηκτικός, προσβλητικός
  • assombris στα ελληνικά - θολός, συννεφιασμένο, συννέφιασε, θόλωναν, συννεφιασμένος
Τυχαίες λέξεις
Déclencher στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαπολύω, προτρέπω, αχρηστεύω, σπιθοβολώ, εκτοξεύω, διεγείρω, καθελκύω, απενεργοποιώ, παρακινώ, συμψηφίσει, συμψηφιστεί, συμψηφισμού, ξεκίνησε, ξεκίνησαν