Λέξη: καλεσμένος

Σχετικές λέξεις: καλεσμένος

καλεσμένος προς καμπουράκη – οικονομέα «είστε βλάκες », καλεσμένος ούρησε πάνω στην καρέκλα του μπογδάνου, καλεσμένος σε γάμο, καλεσμένος κατούρησε τον μπογδάνο, καλεσμένος κατούρησε μέσα στο studio του μπογδάνου εν ώρα εκπομπής, καλεσμένος που ούρησε στον μπογδάνο, καλεσμένος-έβγαλε-το-φόρεμα-παρουσιά, καλεσμένος σε γάμο τι να φορεσω, καλεσμένοσ έβγαλε το φόρεμα παρουσιάστριασ on air, καλεσμένος στα «καρντάσιανς» χούφτωσε το στήθος της μαρίας μπεκατώρου

Συνώνυμα: καλεσμένος

επισκέπτης, προσκαλεσμένος, φιλοξενούμενος, προσκεκλημένος, ξενιζόμενος

Μεταφράσεις: καλεσμένος

καλεσμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guest, invited, a guest, guest of, the guest

καλεσμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invitado, huésped, convidado, huéspedes, huésped de, de huéspedes

καλεσμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gast, Gast, Gäste, Unterkunft

καλεσμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
invitée, visiteur, convive, hôte, invité, client, hôtes, Guest, clients

καλεσμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invitato, convitato, ospite, ospite di, ospiti, cliente, clientela

καλεσμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hóspede, freguês, convidado, visita, adivinhar, suposição, Guest, hóspede da, hóspedes

καλεσμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
logé, gast, gasten, Gastenboek, gast van, gastenbeoordelingen

καλεσμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паразит, отдыхающий, постоялец, гость, посетитель, пансионер, гостевой, гостевой доступ, гостей

καλεσμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjest, Gjesten, gjeste, gjestene

καλεσμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gäst, besökare, gästen

καλεσμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyläilijä, vierailija, vieras, Asiakkaiden, vieraan, asiakas, vieraiden

καλεσμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gæst, gæst d, rejsende

καλεσμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
host, návštěvník, hostem, hostovi, pro hosty, ubytovnu

καλεσμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gość, pensjonariusz, gości, gościem, pensjonat, guest

καλεσμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vendég, Látogatók, Guest, a vendég, vendégek

καλεσμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
misafir, konuk, Guest, yapılmıştır Konuk, Ziyaretçilerin

καλεσμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гостьовою, гостьовий, гостьовій, постоялець, гість, Гость, Відвідувач

καλεσμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mysafir, mik, ftuar, i ftuar, Vizitues, mysafir i

καλεσμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гост, за гости, гости, гостите, Guest

καλεσμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
госць, Гость, госьць

καλεσμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külaline, st külalise, külalise, külastaja

καλεσμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gostujuća, uzvanik, gost, gostovanje, Guest, Ocjene, gostiju, goste

καλεσμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gestur, gesta

καλεσμένος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hospes, conviva

καλεσμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svečias, Svečių, Guest, Viešbučio, svečiams

καλεσμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viesis, viesu, atpūtas, viesi, brīvdienu

καλεσμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гостин, гости, за гости, гостинот, гостите

καλεσμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
musafir, oaspete, cameră, invitat, de oaspeți, satului

καλεσμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ost, gost, guest, Ocenitev, goste, gostov

καλεσμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návštevník, hosť, host, klient
Τυχαίες λέξεις