Déguenillé στα ελληνικά
Μετάφραση: déguenillé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρελιασμένος, τραχύς, ragged, κουρελιασμένο, κουρελιασμένα, τραχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accumulé στα ελληνικά - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
- amante στα ελληνικά - εραστής, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη
- bricoleur στα ελληνικά - πολυτεχνίτης, handyman, εργάτη
- capitalisme στα ελληνικά - καπιταλισμός, καπιταλισμού, καπιταλισμό, τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός
Τυχαίες λέξεις
Déguenillé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρελιασμένος, τραχύς, ragged, κουρελιασμένο, κουρελιασμένα, τραχύ
Μεταφράσεις: κουρελιασμένος, τραχύς, ragged, κουρελιασμένο, κουρελιασμένα, τραχύ