Λέξη: αναποδιά

Σχετικές λέξεις: αναποδιά

αναποδιά συνώνυμα

Συνώνυμα: αναποδιά

εμπόδιο, γάντζος, θηλειά, κόμβος, οπισθοδρόμηση, αποτυχία, υποχώρηση, υποτροπή, τοποθέτηση πρός τα οπίσω, κακοτυχία, ατύχημα

Μεταφράσεις: αναποδιά

αναποδιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
setback, hitch, contretemps, misadventure, mishap

αναποδιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enganche, tirón, de enganche, enganche de, el enganche

αναποδιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rücksprung, rückschlag, schlappe, Haken, Problem, Panne, Kupplung, Anhängevorrichtung

αναποδιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revers, déboire, recrudescence, contretemps, rechute, attelage, accroc, d'attelage, l'attelage

αναποδιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intoppo, di traino, gancio di, intoppi, hitch

αναποδιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dificuldade, puxão, engate, hitch, engate de

αναποδιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hapering, hitch, kink in de kabel, trekhaak, storing

αναποδιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заминка, препятствие, регресс, спад, задержание, задержка, снижение, упадок, неудача, устройство, прицепное устройство, стекла прицепное устройство, фаркоп

αναποδιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stikk, hitch, vanskelighet, hindring, feste

αναποδιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hitch, skumt, dragkrok, kroken, koppling

αναποδιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastoinkäyminen, takaisku, takapakki, liftata, vetokoukku, hitch, Kori istuinpaikkoja, lämmitin vetokoukku

αναποδιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hitch, hage, anhængertræk, liften, ophæng

αναποδιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhoršení, zádrhel, závěs, hitch, závěsu, oko

αναποδιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zahamowanie, nawrót, wpadka, przeciwność, niepomyślność, zaczep, szkopuł, przeszkoda, uczep, hitch

αναποδιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csalódás, sorscsapás, ellenáram, kihúzás, rántás, hitch, bökkenő, vonófej, vonóhorog

αναποδιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aksaklık, hitch, KAVRAMA, aksama, evlenmek

αναποδιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затримка, перешкода, регресія, невдача, занепад, заминка

αναποδιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
autostop, pengesë, çapitem, kapje, avari

αναποδιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
засечка, подръпване, благополучно, теглич, спънка

αναποδιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
замінка, затрымка, замешка, няўпраўка

αναποδιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagasilöök, takistus, veokonks, puhasti veokonks, soojendus veokonks, hitch

αναποδιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smetnja, trzaj, za vuču, zgloba koje, zapregnuti, upregnuti

αναποδιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hitch, ugleika

αναποδιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliūtis, kablys, hitch, autostopu, prikabinimo

αναποδιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizķeršanās, āķis, hitch, turētāji, līdzbraucošo

αναποδιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
накуцване, кука, куката, патувам, куката за

αναποδιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zgudui, hitch, cârlig de, Cupla, cuplă

αναποδιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kljuka, kuka, kljuko, hitch, priklop

αναποδιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezdar, zádrhel, zádrheľ, háčik
Τυχαίες λέξεις