Λέξη: δεσμευτικός
Μεταφράσεις: δεσμευτικός
δεσμευτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
binding, binding in
δεσμευτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encuadernación, obligatorio, unión, vinculante, de unión
δεσμευτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anbindung, bindend, bindung, einband, verbindlich, einbinden, Bindung, Binde, verbindliche
δεσμευτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ligature, nouement, liage, reliure, bandeau, fixation, obligatoire, liaison, de liaison
δεσμευτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legatura, rilegatura, legame, vincolante, di legame
δεσμευτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obrigatório, ligação, encadernação, de ligação, vinculativo
δεσμευτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reep, strip, strook, band, windsel, bindend, verbindend, bindende, binding, binden
δεσμευτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сдерживающий, обшивка, кант, переплет, переплёт, оправа, оковка, обязывающий, сращивание, связующий, вязка, обязательный, связывание, обложка, вязание, ограничивающий, связывания, обязательными, привязки
δεσμευτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bindende, binding, forpliktende, bindings, bindingen
δεσμευτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bindning, bindande, bindnings, binda, bindningen
δεσμευτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nauha, pakollinen, kansi, sidos, sitova, sitovia, sitovan, sitovat, sitovaa
δεσμευτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
binding, bindende, binde, bindingen, at binde
δεσμευτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vázání, vazba, závazné, závazná, závazný
δεσμευτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obszycie, opatrunek, oprawienie, introligatorstwo, oprawianie, oprawa, bindowanie, wiązanie, wiążący, obowiązujący, wiązania, wiążące
δεσμευτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelező, kötő, kötelező érvényű, kötelező erejű, kötési
δεσμευτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlayıcı, bağlama, bağlanma, bağlanması, ciltleme
δεσμευτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з'єднання, зв'язування, обкладинка, оправа, обов'язковий, обов'язкова, обов'язкового, обов'язкове
δεσμευτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyrues, detyrueshme, detyruese, të detyrueshme, detyrueshëm
δεσμευτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подвързване, обвързване, задължителен, свързващ, обвързващи
δεσμευτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязковы, абавязковая, абавязковую
δεσμευτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palisuts, kammitsev, köide, siduv, siduvad, siduva, siduvate, siduvaks
δεσμευτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spojni, vezivni, umotavanje, obvezan, vezati, vezivanje, vezanja, obvezujuća, obvezujući, obvezujuće
δεσμευτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bindandi, bindingu, bindast, að bindast, binding
δεσμευτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpareigojantis, įrišimas, privalomas, privalomi, privalomos
δεσμευτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saistošs, saistoši, uzliek, saistošu, saistoša
δεσμευτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обврзувачки, врзување, обврзувачка, врзувањето, им
δεσμευτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obligatoriu, legare, de legare, caracter obligatoriu, legare a
δεσμευτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vezavo, zavezujoče, vezave, zavezujoči, zavezujoč
δεσμευτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
viazanie, viazania, viazaní, viazaniu
Τυχαίες λέξεις