Désaccoupler στα ελληνικά

Μετάφραση: désaccoupler, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσυνδέω, χωριστός, ιδιαίτερος, χωρίζω, καταστρέφω, ξεχωριστός, διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη
Désaccoupler στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • approuvées στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
  • aération στα ελληνικά - αερισμός, εξαερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
  • colonnade στα ελληνικά - κιονοστοιχία, κιονοστοιχίας, περιστύλιο, στοά, περιστυλίου
Τυχαίες λέξεις
Désaccoupler στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσυνδέω, χωριστός, ιδιαίτερος, χωρίζω, καταστρέφω, ξεχωριστός, διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη