Λέξη: προικοδότηση

Σχετικές λέξεις: προικοδότηση

προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση αστυνομικων, προικοδότηση τέκνων στρατιωτικών

Μεταφράσεις: προικοδότηση

προικοδότηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endowment, endowing, allocation for, endowment of, allocation of EUR

προικοδότηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donación, dotación, dotación de, la dotación, investidura, de dotación

προικοδότηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausstattung, aussteuer, stiftung, dotierung, talent, gabe, begabung, Ausstattung, Stiftung, Begabung, Dotierung, Kapital

προικοδότηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subvention, dotation, fondation, donation, talent, don, fonds de dotation, la dotation, Prédisposition

προικοδότηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dote, dotazione, di dotazione, investitura, dotazione di

προικοδότηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
talento, doação, dotação, dom, investidura, endowment

προικοδότηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schenking, aanleg, talent, gave, begaafdheid, dotatie, begiftiging, kapitaalverzekering

προικοδότηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пожертвование, наделение, дар, вклад, дарование, надел, фонд, пожертвований, Endowment, Накопительное, облечение

προικοδότηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gave, legat, begavelse, kapitalforsikring, begavelsen

προικοδότηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapital, kapitalförsäkring, begåvning, Storlek, begåvningen

προικοδότηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luonnonlahja, kyky, lahjakkuus, rahoitus, lahja, leiviskä, lahjoitusvarat, Säästöhenkivakuutus, peruspääoman, säästöhenkivakuutusten, endaumentin

προικοδότηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begavelse, bevillingsrammen, begavelsen, endowment, indskudskapital

προικοδότηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadace, dotace, věnování, dar, dotování, nadání, nadační, přirození, nadačního

προικοδότηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotacja, wyposażenie, fundacja, obdarowanie, wysokości środków, Zmiana wysokości środków, dożycie

προικοδότηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alapítvány, dotáció, dotálás, alapítványozás, kiházasítás, támogatás, dotációs, ellátottság, alapítványi

προικοδότηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetenek, bağış, Endowment, Biriktirme, birikimli, Donatımı

προικοδότηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожертва, надяг, надів, наділ, наділення, фонд, фонду

προικοδότηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhuratë, ndihmë, Ndihma, Endowment, dhuratë e

προικοδότηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склад, дарение, дар, надаряване, фонд, дотационен

προικοδότηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фонд

προικοδότηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varustamine, sihtkapital, anne, dotatsioon, sihtkapitali, asutamiskapitali, kapitalikogumiskindlustus, kapitalikogumiskindlustuse

προικοδότηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miraz, darovitost, darovanje, talent, zaklada, zadužbina, obdarenje

προικοδότηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endowment

προικοδότηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
talentum

προικοδότηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
talentas, dovana, pasididžiavimas, dotacija, dotacijos, kaupiamasis

προικοδότηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spējas, talants, dotācija, dāvinājums, dotācijas, uzkrājošās, Centra dotāciju

προικοδότηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
донација, дарба, субвенционирање, Расположивоста, донација на

προικοδότηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dar, dotare, dotarea, dotării, de dotare, înzestrare

προικοδότηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opremljenost, doživetja, obdarenost, dotacija, opremljenost z

προικοδότηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nadácie, nadácia, nadácie pre, nadácia pre
Τυχαίες λέξεις