Doigté στα ελληνικά

Μετάφραση: doigté, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, κάγκελο, εμποδίζω, ευχέρεια, δεξιοτεχνία, δέρνω, ώρα, φιλοτεχνία, σκάφος, ευκολία, επιδεξιότητα, φορά, μπαρ, διεύθυνση, καιρός, απευθύνω, fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών
Doigté στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abâtardie στα ελληνικά - bastardized, νόθου
  • albanaise στα ελληνικά - Αλβανός, αλβανική, της Αλβανίας, Αλβανικά, αλβανικής
  • bancroche στα ελληνικά - στραβός, ανταλλάσω, Bandy, μπάντυ, αναμασούν, αναμασούν τα
  • cloisonner στα ελληνικά - φραγμός, φράγμα, διχοτόμηση, χώρισμα, διαμέρισμα, κατάτμηση, διαχωριστικό
Τυχαίες λέξεις
Doigté στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, κάγκελο, εμποδίζω, ευχέρεια, δεξιοτεχνία, δέρνω, ώρα, φιλοτεχνία, σκάφος, ευκολία, επιδεξιότητα, φορά, μπαρ, διεύθυνση, καιρός, απευθύνω, fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών