Λέξη: δολοφονώ

Μεταφράσεις: δολοφονώ

δολοφονώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assassinate

δολοφονώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asesinar, asesinar a, asesinar al, asesinarlo, asesinato

δολοφονώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ermorden, zu ermorden, Ermordung, töten, Attentat

δολοφονώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assommer, assassiner, tuer, zigouiller, assassinat, assassiner le, d'assassiner, assassiner des

δολοφονώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assassinare, uccidere, assassinare il, assassinio, assassinarlo

δολοφονώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assassinar, assassiná, assassinar o, assassinato

δολοφονώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoorden, te vermoorden, liquideren, moorden

δολοφονώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вбить, сразить, убивать, сражать, убить, вбивать, убийства, покушения, покушения на

δολοφονώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
myrde, drepe, assassinate, snikmyrde, ta livet

δολοφονώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
assassinate, mörda, lönnmörda, att lönnmörda, lönnmördar

δολοφονώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
murhata, salamurhata, murhaamiseksi, murhaamaan, salamurhaamaan

δολοφονώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
myrde, snigmyrde, dræbe, at myrde, attentat

δολοφονώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vraždit, zavraždit, zabít, atentát, atentát na, spáchat atentát

δολοφονώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mordować, zamordować, zabijać, dokonać zamachu, zabić, zamachu

δολοφονώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orvul meggyilkol, megölje, meggyilkolni, merényletet, meggyilkolására

δολοφονώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öldürmek, suikast, öldürmeye, suikast düzenlemek, öldürme

δολοφονώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убити, убивати, вбивати

δολοφονώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vras, vrarë, të vrarë, vriste, vrasjen

δολοφονώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убивам, убие, убийството, убият, убийството на

δολοφονώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
забіваць

δολοφονώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõrvama, mõrvata, tappa, murhata

δολοφονώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ubiti, atentat, ubije, izvršiti atentat, atentat na

δολοφονώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
assassinate

δολοφονώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nužudyti, nužudyti dėl politinių motyvų, Noslepkavot, Mordować, Numatytas politinė žmogžudystė

δολοφονώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogalināt, neitralizēt, nogalināt valsts, novākt, noslepkavot

δολοφονώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атентат, изврши атентат, го убие, атентат врз, изврши атентат врз

δολοφονώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asasina, l asasineze, asasineze pe, l asasineze pe

δολοφονώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
atentat, ubiti, ubil, umoriti, bi ubil

δολοφονώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zavraždiť, vraždu
Τυχαίες λέξεις