Λέξη: υποφερτός
Συνώνυμα: υποφερτός
βιώσιμος, κατοικισιμός, ανεκτός, φορητός, μέτριος, διαβατός
Μεταφράσεις: υποφερτός
υποφερτός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tolerable, sufferable, livable, bearable, passable
υποφερτός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tolerable, sufrible, tolerables, soportables, sufferable, soportable
υποφερτός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erträgliche, sufferable, erträglich, erträglicher, erträglicher zu
υποφερτός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passable, tolérable, supportable, endurable, plausible, sufferable, supportables, souffrable
υποφερτός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sufferable, sopportabili, sopportabile, tollerabili
υποφερτός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sufferable, suportáveis, sofrível, sofríveis, suportável
υποφερτός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dragelijk, sufferable, uit te houden
υποφερτός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сносный, изрядный, удовлетворительный, терпимый, допустимый, выносимое, терпимыми, терпимыми и
υποφερτός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dräglig, suffer, sufferable
υποφερτός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyydyttävä, sufferable
υποφερτός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obstojný, ucházející, únosný, snesitelný, přípustný, přijatelný
υποφερτός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
możliwy, znośny, sufferable
υποφερτός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elviselhetetlenné, válik elviselhetetlenné
υποφερτός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katlanılır, sufferable, dayanılabilir, çekilir
υποφερτός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
терпимий, допустимий, стерпний, припустимий, виноситься, що виноситься, виносяться, винесене, яка приймається
υποφερτός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търпим, сносен, поносим
υποφερτός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
якое выносіцца, выносіцца
υποφερτός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
talutav, vastuvõetav, väljakannatatav, sufferable
υποφερτός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snošljivo, dozvoljen, podnošljiv, sufferable
υποφερτός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suportabil
υποφερτός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sufferable
υποφερτός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znesiteľný, neznesitelny, únosný, únosný pracovný, zaťažujúca