Enclin στα ελληνικά

Μετάφραση: enclin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικείμενο, υποκείμενο, πρηνής, υπήκοος, θέμα, κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο, κεκλιμένες, κεκλιμένου
Enclin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adorés στα ελληνικά - λατρευόταν, λάτρευαν, λατρεύεται, λατρεύονταν, λατρεύτηκε
  • apportant στα ελληνικά - φέρνοντας, άσκηση, φέρει, ασκήσεως, την άσκηση
Τυχαίες λέξεις
Enclin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικείμενο, υποκείμενο, πρηνής, υπήκοος, θέμα, κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο, κεκλιμένες, κεκλιμένου