Λέξη: εκκρεμότητα
Σχετικές λέξεις: εκκρεμότητα
εκκρεμότητα στα αγγλικά, εκκρεμότητα στιχοι, εκκρεμότητα συνώνυμα, εκκρεμότητα αγγλικά, εκκρεμότητα ορθογραφία, εκκρεμότητα english, εκκρεμότητα λεξικο
Συνώνυμα: εκκρεμότητα
αναστολή, αναβολή, απροσέλευστος, εκρεμότητα, εκκρεμότης, αγωνία, αμηχανία
Μεταφράσεις: εκκρεμότητα
εκκρεμότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abeyance, suspense, pending, outstanding
εκκρεμότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suspensión, suspensi-, suspensi
εκκρεμότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufschub, unentschiedenheit, verschiebung, Unentschiedenheit, abeyance, RUHEN DES, RUHEN DES VERFAHRENS, Schwebe
εκκρεμότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suspension, ajournement, renvoi, sursis, vacance, suspens, ATTENTE, Abeyance, suspendue
εκκρεμότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sospensione, abeyance, sospensive, sospeso, sospesa
εκκρεμότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inatividade temporária, pendência
εκκρεμότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitstel, onbeheerdheid, onbesuisdheid, toestand van onzekerheid, tijdelijke opschorting
εκκρεμότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приостановка, приостановление, прекращение, пресечение, неизвестности, состояние неизвестности, отсутствие владельца
εκκρεμότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bero, Abeyance, bero på
εκκρεμότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vilande, vILANDE FÖRFARANDE, nere, vilandeförklaras, låg nere
εκκρεμότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lykkäys, ratkaisun viipyminen
εκκρεμότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bero, Suspension, suspenderes
εκκρεμότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odklad, suspenze, pozastavení, abeyance
εκκρεμότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagrożenie, zawieszenie, nieznajomość, stan zawieszenia
εκκρεμότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felfüggesztve, hatályon kívül helyezve
εκκρεμότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürünceme, askıda, askıda olma
εκκρεμότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припинення, невідомості, призупинення, чекання, невідомість, невідомого
εκκρεμότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjendje e pritjes, pezullim
εκκρεμότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безстопанственост, неизвестност, временно прекратяване, временно бездействие, изчакване
εκκρεμότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
невядомасці, невядомасьці, няпэўнасці, невядомага, невядомасьць
εκκρεμότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõdvestus, seisak, pingelangus, teadmatus, armupäevad, ebamäärasus, omaniku puudumine varale, peatamine
εκκρεμότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomagač, huškač, poticatelj, stanje neizvjesnosti, privremena neaktivnost, neodlučenost, očekivanje, zastoj
εκκρεμότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
abeyance
εκκρεμότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikinas sustabdymas, laikinas panaikinimas, Laikinas neveikimą, Jokių savininko, Laikinas nutraukimas
εκκρεμότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neziņa, nenoteiktība, pagaidu atcelšana
εκκρεμότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мирување, мирува, мирува функцијата, им мирува
εκκρεμότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suspendare
εκκρεμότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Začasno neaktivnost
εκκρεμότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
abeyance
Στατιστικά δημοτικότητας: εκκρεμότητα
Τυχαίες λέξεις