Enjoué στα ελληνικά

Μετάφραση: enjoué, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτράπελος, αστείος, ζωηρός, κεφάτος, παιχνιδιάρικος, χαρούμενος, φαιδρός, ευδιάθετος, γαλήνιος, ατάραχος, ομοφυλόφιλος, εύθυμος, ευτυχής, ξεκαρδιστικός, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικα
Enjoué στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • badaud στα ελληνικά - δυνατός, περιπατητής, καροτσάκι, καρότσι, Καροτσάκι μωρού, καροτσιού
  • brancher στα ελληνικά - υποκατάστημα, συνδέω, αλλάζω, κλαδί, διακόπτης, αλλαγή, κλάδος, ...
  • châtia στα ελληνικά - τιμώρησε, ασκείται όση κριτική, της ασκείται όση κριτική, συχνά επικρίνουν
  • communément στα ελληνικά - συνήθως, κοινώς, γενικά, κοινά, συχνά, κοινού
Τυχαίες λέξεις
Enjoué στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτράπελος, αστείος, ζωηρός, κεφάτος, παιχνιδιάρικος, χαρούμενος, φαιδρός, ευδιάθετος, γαλήνιος, ατάραχος, ομοφυλόφιλος, εύθυμος, ευτυχής, ξεκαρδιστικός, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικα