Λέξη: χασάπης

Σχετικές λέξεις: χασάπης

χασάπης ήταν ο πλαστικός σου, χασάπης δικηγόρος, χασάπησ χαλκιδική, χασάπης δημήτρης, χασάπης γεώργιος, χασάπης αθανάσιος, χασάπης προεδρική δημοκρατία, χασάπης κρίστης, χασάπης της λυών, χασάπης βουρβουρού

Μεταφράσεις: χασάπης

χασάπης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
butcher, a butcher, the butcher

χασάπης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
matarife, carnicero, carnicería, del carnicero, de carnicero, carnicerías

χασάπης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlachten, schlächter, fleischer, Metzger, Fleischer, Schlachter, Butcher, Metzgerei

χασάπης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gâcheur, massacrer, boucher, charcutier, abattre, bousilleur, Butcher, boucherie, Bouchers, de boucher

χασάπης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macellaio, Butcher, Macelleria, macellerie, da macellaio

χασάπης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
açougueiro, carniceiro, massacrar, Butcher, de carniceiro, do carniceiro

χασάπης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slachten, slager, slachter, vleeshouwer, afslachten, Butcher, slagerij, de Slager, slagers

χασάπης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
палач, киллер, убийца, мясник, Butcher, мясника, Бутчер

χασάπης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slakter, Butcher, slakteren, Slaktern

χασάπης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Butcher, slaktaren, slaktare, Kött, slaktar

χασάπης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teurastaja, teurastaa, lahdata, lihakauppias, hutilus, Butcher, teurastajan, lihakauppa

χασάπης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slagter, Butcher, Slagter, Slagtere, slagteren, slagterbutik

χασάπης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řezník, Butcher, řezníka, Řeznický, Řeznictví

χασάπης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mordować, mordowanie, wyrzynać, rzeźnik, zarzynać, wyrzynanie, oprawca, masarz, Butcher, rzeźnika, rzeźnikiem, mięsny

χασάπης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mészáros, sebész, hentes, Butcher, hentesáru

χασάπης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasap, Butcher, The Butcher, Kasabı, bir kasap

χασάπης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убивця, м'ясник, різник, Мясник, ясник, м`ясник

χασάπης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mishshitës, kasap, Butcher, Kasapi, kasap i, ther

χασάπης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палач, касапин, месар, Butcher, за месо

χασάπης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяснік, мясьнік, мясьніком

χασάπης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veristama, lihunik, tapma, Butcher, lihunikule, Hemmis, lihamüüja

χασάπης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesar, Butcher, mesnica, krvnik, mesara

χασάπης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjötkaupmaður, Butcher, slátrari, slátrarinn

χασάπης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsininkas, budelis, papjauti, kraipyti, pjauti

χασάπης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miesnieks, Butcher, miesnieka, miesniekam, Dārznieks

χασάπης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Малиот, месар, месарот, Касапот, касап

χασάπης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măcelar, Butcher, de măcelar, Macelar, Macelarul

χασάπης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
beznik, butcher, mesar, mesnica, Mesarska

χασάπης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mäsiar, Řezník, Rezník, Vojvodca, mäsiara
Τυχαίες λέξεις