Λέξη: τορπίλη

Σχετικές λέξεις: τορπίλη

τορπίλη θεσσαλονίκη, τορπίλη στην παραλία τησ θεσσαλονίκησ, τορπίλη χτυπάει αμερικάνικο πολεμικό πλοίο, τορπίλη στη θεσσαλονίκη, τορπίλη σαμαρά στις σχέσεις ελλάδας - ρωσίας, τορπίλη στην θεσσαλονίκη

Μεταφράσεις: τορπίλη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
torpedo, torpedoes, a torpedo, torpedo of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
torpedear, torpedo, torpedos, de torpedo, del torpedo, de torpedos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
torpediere, torpedo, killer, Torpedo, Torpedos, von Torpedo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
torpiller, torpille, Torpedo, torpilles, la torpille, torpilleur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
torpedine, siluro, silurare, Torpedo, siluri, di Torpedo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torpedo, torpedos, do torpedo, de torpedo, de torpedos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
torpedo, Torpedo van, van de Torpedo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разрушитель, торпедировать, торпеда, Торпедо, торпеды, торпедный, торпедных
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
torpedo, torpedoen, torpedoens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torped, torpedera, torpeden, torpedo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
torpedo, torpedon, torpedoida
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
torpedo, torpedoen, torpedoer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
torpédovat, torpédo, torpédový, torpéda, torpéd, torpédové
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mina, wysadzać, torpedować, torpeda, torpedo, torpedowy, torpedy, torpedowa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
torpedó, Torpedo, torpedót, torpedóvető
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
torpido, Torpedo, torpil, patlayıcı kasası
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
руйнівник, торпеда, торпедо, торпеду
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
silur, Torpedo, torpilë, peshk elektrik, siluroj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
торпеда, торпедо, торпила, парализирам, експлозивен патрон, петарда
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тарпеда
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torpeedo, torpedo, torpeedovastased, torpeedoga, torpeedode
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mina, petarda, torpedirati, drhtulja, torpedo, torpeda, torpednog, torpedni, torpedo iz
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Torpedo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
torpeda, FK Torpedo Žodino, Torpedo, torpedų, Torpedo Žodino
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
torpēda, torpedēt, Torpedo, torpēdu, torpēdas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
торпедо, Torpedo, петарда, торпедото, на Torpedo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
torpilă, Torpedo, torpila, torpile, torpilor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
torpédo, torpedo, za Torpedo, torpeda, Torpedovka, torpedov na
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
torpédo, Torpedo, torpédom, torpéda
Τυχαίες λέξεις