Grondeur στα ελληνικά
Μετάφραση: grondeur, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, βομβητής, μικρό όγκο πάγου, όγκο πάγου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- androgyne στα ελληνικά - ανδρόγυνος, ανδρόγυνο, ανδρόγυνη, ανδρόγυνα, το ανδρόγυνο
- asservies στα ελληνικά - υπόδουλος, υποδούλωσε, υποδούλωσαν, σκλαβωμένη, υποδουλώθηκαν
- brillée στα ελληνικά - έλαμψε, έλαμπε, έλαμψαν, γυάλιζαν, που έλαμπε
- brossé στα ελληνικά - Brushed, βουρτσισμένο, πινελιάς, από βουρτσισμένο, Γυαλισμένο
Τυχαίες λέξεις
Grondeur στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, βομβητής, μικρό όγκο πάγου, όγκο πάγου
Μεταφράσεις: μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, βομβητής, μικρό όγκο πάγου, όγκο πάγου