Λέξη: έλυτρο

Σχετικές λέξεις: έλυτρο

μυελώδες έλυτρο, έλυτρο τενοντιτιδα, τενόντιο έλυτρο, έλυτρο του schwann, έλυτρο μυελίνης

Μεταφράσεις: έλυτρο

έλυτρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
husk, sheath, enveloped, envelope, myelin, the sheath

έλυτρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cáscara, vaina, funda, envoltura, cubierta, vaina de

έλυτρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rahmen, schale, hülse, schote, Mantel, Hülle, Scheide

έλυτρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écaille, coquille, écorce, test, coque, pelure, peau, gaine, fourreau, enveloppe, la gaine, gaine de

έλυτρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guscio, buccia, fodero, guaina, guaina di, guaina in, del fodero

έλυτρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casca, bagaço, crosta, esposo, marido, bainha, bainha de, revestimento, invólucro, da bainha

έλυτρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schil, schaal, schors, dop, schede, mantel, omhulsel, huls, koker

έλυτρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кожура, вылущивать, шелушить, мякина, шелуха, вылущить, порушить, лузга, стручок, оболочка, оболочки, ножны, оболочку, оболочкой

έλυτρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skall, skjede, slire, kappe, kappen, skjeden

έλυτρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skal, mantel, slida, manteln

έλυτρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuori, akanat, ruumenet, tuppi, vaipan, vaippa, suojus

έλυτρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bark, kappe, skede, hylsteret, kappen, hylster

έλυτρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skořápka, kůra, slupka, pouzdro, pochva, plášť, pláště, plášť z

έλυτρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obłuskiwać, plewa, łupać, łuska, łuszczyć, łupinka, łuskać, wyłuskiwać, osłona, pochwa, otoczka, płaszcz, powłoka

έλυτρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hüvely, tok, köpeny, burkolat, burok

έλυτρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabuk, kılıf, kılıfı, kılıflı, kılıfın, kaplama

έλυτρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лушпайки, стручок, шкірка, полова, лушпиння, оболонка, шар

έλυτρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mill, këllëf, Këllëfi, veshjes, veshje

έλυτρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обвивка, кания, ножницата, обвивката

έλυτρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абалонка, абалонкі, абалонку

έλυτρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aganad, kroovima, koorima, ümbris, tupp, mantel, ümbrise, Tulekolde

έλυτρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljuska, mahuna, korice, omotač, plašt, omatanje, ovojnica

έλυτρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Vagina, Sliðrið, slagæðaslíðrið, ef slagæðaslíðrið, slagæðaslíðrið er

έλυτρο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cortex

έλυτρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apvalkalas, dėklas, arterijos movos, įmova, makštis

έλυτρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apvalks, apvalku, apvalka, sheath, maksts

έλυτρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обвивка, плашт, обвивката, футрола, обвивката на

έλυτρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
teacă, înveliș, manta, teaca, tecii

έλυτρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lusk, tulec, plašč, nožnica, ovoj, plaščem

έλυτρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lusk, púzdro, puzdro, pouzdro
Τυχαίες λέξεις