Grossier στα ελληνικά
Μετάφραση: grossier, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρβαρος, καταχρηστικός, κτηνώδης, πρόστυχος, ωμός, πρόχειρος, τραχύς, υβριστικός, χυδαίος, κακότροπος, χοντρός, αρχέγονος, αμβλύς, κτήνος, σκυθρωπός, αγενής, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accession στα ελληνικά - καταχώρηση, συγκατανεύω, λήμμα, είσοδος, προσχώρηση, απόκτημα, άνοδος, ...
- armature στα ελληνικά - σκελετός, ενίσχυση, δομή, οπλισμός, οπλισμού, επαγώγιμου, επαγώγιμο
- bandées στα ελληνικά - επιδέσμους, με επιδέσμους, bandaged, δεμένου, έδεσε
Τυχαίες λέξεις
Grossier στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρβαρος, καταχρηστικός, κτηνώδης, πρόστυχος, ωμός, πρόχειρος, τραχύς, υβριστικός, χυδαίος, κακότροπος, χοντρός, αρχέγονος, αμβλύς, κτήνος, σκυθρωπός, αγενής, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς
Μεταφράσεις: βάρβαρος, καταχρηστικός, κτηνώδης, πρόστυχος, ωμός, πρόχειρος, τραχύς, υβριστικός, χυδαίος, κακότροπος, χοντρός, αρχέγονος, αμβλύς, κτήνος, σκυθρωπός, αγενής, χοντρό, χονδροειδείς, χονδροειδή, χοντροειδείς