Λέξη: πλάγιος

Σχετικές λέξεις: πλάγιος

πλάγιος λόγος αρχαία, πλάγιος λόγος, πλάγιος ίππος, πλάγιος λόγος ασκήσεις, πλάγιος λόγος στα νέα ελληνικά, πλάγιος λόγος στα αρχαία ελληνικά, πλάγιος λόγος αρχαία ασκήσεις, πλάγιος λόγος στα λατινικά, πλάγιος λόγος στα αγγλικά, πλάγιος λόγος λατινικά

Συνώνυμα: πλάγιος

λοξή γωνία, εκτρεπόμενος, περιστροφικός, παραπλανητικός, λοξός, πλευρικός, έμμεσος

Μεταφράσεις: πλάγιος

πλάγιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lateral, oblique, devious, side, indirect

πλάγιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
transversal, lateral, oblicuo, oblicua, oblicuos, oblicuas, oblique

πλάγιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lateral, indirekt, seitlich, versteckt, verblümt, mittelbar, unredlich, schräg, schief, schrägen, schräge

πλάγιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biais, transverse, latéral, transversal, incliné, oblique, indirect, obliques, oblique par, oblique par rapport

πλάγιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
laterale, obliquo, obliqua, oblique, obliqui, inclinata

πλάγιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oblíqua, enviesado, oblíquo, oblique, oblíquos, oblíquas

πλάγιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
indirect, scheef, schuin, schuine, scheve, oblique

πλάγιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
косой, непрямой, наклонный, боковой, продольный, побочный, косвенный, горизонтальный, преклонный, покатый, вторичный, косая, наклонная, косые

πλάγιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrå, skjev, skråstilte, oblique

πλάγιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sned, sneda, snett, snedställda

πλάγιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaakasuora, vino, harhaanjohtava, kiero, viisto, epäsuora, viistot, vinossa, vinosti

πλάγιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrå, skråt, skråtstillede, skråtstillet, skæv

πλάγιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
laterální, nepřímý, kosý, boční, nakloněný, příčný, šikmý, postranní, šikmé, šikmá, šikmo, šikmou

πλάγιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skośnie, nieuczciwy, poprzeczny, poboczny, nieszczery, niewyraźny, boczny, skośny, ukośny, nachylony, ukośne, skośne

πλάγιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
burkolt, indirekt, oldalsó, keresztezett, ferde, ferdén, a ferde, rézsútos, dőlt

πλάγιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğik, dolaylı, oblik, oblique, eğik bir, verev

πλάγιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пізніш, непрямий, потім, скісна, доки, допоки, поки, похилий, косий, пізніше, скісний, косою, косій, косого, косої

πλάγιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pjerrët, i zhdrejtë, zhdrejtë, pjerrët, të zhdrejtë

πλάγιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наклонен, кос, скосен, косо, на наклонени

πλάγιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
касой, касы, касою, косы, касым

πλάγιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külghäälik, lateraal, kaudne, kaldus, viltune, kaldu, kaldus asetusega, oblique

πλάγιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nakrivljen, bočni, kos, posredan, zaobilazan, kosi

πλάγιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hornrétt, ská, ekki hornrétt, Skáhallur

πλάγιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įstrižas, nuožulnus, įžambus, įstrižinis, pakrypęs

πλάγιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķībs, slīps, slīpi, slīpā, ieslīpi

πλάγιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијагонална, коси, накосени, закосен, кос

πλάγιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lateral, indirect, oblic, oblică, oblice, oblica, oblici

πλάγιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
boční, horizontální, poševna, poševni, poševno, poševne, poševen

πλάγιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvrhlý, postranní, odnož, scestný, boční, šikmý, šikmé, šikmého, sklopiť

Στατιστικά δημοτικότητας: πλάγιος

Τυχαίες λέξεις