Grossiste στα ελληνικά

Μετάφραση: grossiste, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεσάζοντας, χονδρέμπορος, χονδρεμπόρου, χονδρέμπορο, χονδρικής, χονδρικής πώλησης
Grossiste στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antidote στα ελληνικά - αντίδοτο, αντιδότου, αντίδοτο για, το αντίδοτο, αντίδοτου
  • approchâmes στα ελληνικά - πλησίασε, προσέγγισε, προσέγγισαν, προσεγγίζεται, προσεγγιστεί
  • asséchez στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, στεγνώνουμε, στεγνώστε, το στεγνώνουμε, το ταμποναριστά, ταμποναριστά
  • brocaille στα ελληνικά - μπάζα, χαλάσματα
Τυχαίες λέξεις
Grossiste στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεσάζοντας, χονδρέμπορος, χονδρεμπόρου, χονδρέμπορο, χονδρικής, χονδρικής πώλησης