Λέξη: δραστηριοποιούμαι

Σχετικές λέξεις: δραστηριοποιούμαι

δραστηριοποιούμαι translation, δραστηριοποιούμαι dictionary, δραστηριοποιούμαι συνώνυμα, δραστηριοποιούμαι english, δραστηριοποιούμαι μεταφραση, δραστηριοποιούμαι κλίση, δραστηριοποιούμαι λεξικό

Συνώνυμα: δραστηριοποιούμαι

κινούμαι

Μεταφράσεις: δραστηριοποιούμαι

δραστηριοποιούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grapple, bestir oneself

δραστηριοποιούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aferrar, agitarse, moverás, bestir, despertarás

δραστηριοποιούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
greifer, handgemenge, meistern, ringkampf, bewältigen, sich, selbst, sich selbst, man sich

δραστηριοποιούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lutter, lutte, capturer, appréhender, bataille, prise, empoigner, saisir, joute, mêlée, combat, attraper, se remuer, se démener, s'activer

δραστηριοποιούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scuotersi, agitarsi

δραστηριοποιούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apressarás, bestir, apresseis

δραστηριοποιούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beetnemen, pakken, beetpakken, voortmaken

δραστηριοποιούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сцепиться, борьба, схватить, схватиться, схватка, схватываться, встряхнуться, пошевеливайся, воспрянут, раскачать, шевелиться

δραστηριοποιούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fange, bestir

δραστηριοποιούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
RÖRA PÅ SIG

δραστηριοποιούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyydystää, tarttua, pärjätä, herätä toimimaan, ryhtyä toimimaan

δραστηριοποιούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
røre på

δραστηριοποιούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popadnout, chvat, uchopit, zápas, rvačka, rozhýbat

δραστηριοποιούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwytak, objąć, zmaganie, zmagać, walka, chwytać, chwyt, poruszać się, zakrzątać się

δραστηριοποιούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kihorgonyzás, horgony, rászánja magát

δραστηριοποιούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gayretlenmek, canlanmak, harekete geçmek

δραστηριοποιούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
боротьба, здригнутися, струснутися, підбадьоритися, струсонутися, стрепенутися

δραστηριοποιούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vihem në lëvizje

δραστηριοποιούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раздвижвам се, потрудвам се

δραστηριοποιούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здрыгануцца, развеяцца, ўзварухнуцца, страсянуцца, схамянуцца

δραστηριοποιούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haardekonks, maadlema, Hakata tegutsema

δραστηριοποιούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čaklja, kuka, požurivati

δραστηριοποιούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bestir

δραστηριοποιούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradėti energingai veikti, Renkama, Zakrzątać

δραστηριοποιούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sākt darboties

δραστηριοποιούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
bestir

δραστηριοποιούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grăbești, miste

δραστηριοποιούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zdeti trud

δραστηριοποιούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chvat, hmat, rozhýbať, rozhybat, rozhýbať sa
Τυχαίες λέξεις