Guérissent στα ελληνικά
Μετάφραση: guérissent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, παστώνω, καπνίζω, αλατίζω, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Μεταφράσεις
- appuyés στα ελληνικά - υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε
- barbouillée στα ελληνικά - daubed, μουτζούρωναν, πασαλείφτηκε, είναι daubed, αναγραφόταν
- basque στα ελληνικά - Βάσκων, βασκική, των Βάσκων, βασκικής, βασκικές
- chenal στα ελληνικά - κανάλι, στραγγίζω, ρείθρο, οχετός, τάφρος, οδηγώ, ρεματιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Guérissent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, παστώνω, καπνίζω, αλατίζω, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Μεταφράσεις: θεραπεύω, παστώνω, καπνίζω, αλατίζω, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται