Λέξη: σύνεση

Σχετικές λέξεις: σύνεση

σύνεση αντώνυμο, σύνεση αγγλικα, σύνεση ορισμος, σύνεση σημασία, σύνεση αντίθετο, σύνεση βικιλεξικο, σύνεση ετυμολογία, σύνεση λεξικό, σύνεση συνώνυμο, σύνθεση συνώνυμα

Συνώνυμα: σύνεση

σοφία, φρόνηση, προσοχή, προειδοποίηση, προσεκτικό, προφύλαξη, καπατσοσύνη, οξύνεια, μυαλό, σωφροσύνη, διακριτικότητα, προαίρεση, εχεμύθεια

Μεταφράσεις: σύνεση

σύνεση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wisdom, caution, prudence, discretion, wisely

σύνεση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sapiencia, cordura, sabiduría, precaución, cautela, prudencia, cuidado, la precaución

σύνεση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weisheit, klugheit, Vorsicht, vorsichtig, Vorsicht zu, Vorsicht geboten, Warnung

σύνεση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sagesse, sens, prudence, précaution, la prudence, de prudence, avertissement

σύνεση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senno, sapienza, saggezza, cautela, attenzione, prudenza, Caution, precauzione

σύνεση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sabedoria, arame, senso, juízo, sensatez, fio, cautela, cuidado, precaução, prudência, o cuidado

σύνεση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijsheid, voorzichtigheid, voorzichtig, omzichtigheid, waarschuwing, nodige voorzichtigheid

σύνεση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мудрость, премудрость, осторожность, ВНИМАНИЕ, осторожностью, предостережение, осторожно

σύνεση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
visdom, forsiktighet, FORSIKTIG, ADVARSEL, varsomhet, FORHOLDSREGEL

σύνεση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
visdom, fÖRSIKTIGHET, VARNING, VAR FÖRSIKTIG, försiktig, försiktighet till

σύνεση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viisaus, varovaisuus, varovaisuutta, varoen, varovainen, varovaisesti

σύνεση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsigtighed, forsigtig, forsigtighed til, udvises forsigtighed

σύνεση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
moudrost, rozum, opatrnost, Pozor, opatrností, obezřetnost, varování

σύνεση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sens, mądrość, ostrożność, uwaga, ostrzeżenie, przestroga, ostrożnie

σύνεση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bölcsesség, óvatosság, óvatosan, óvatossággal, körültekintéssel, óvatosságra

σύνεση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıl, bilgelik, dikkat, dikkatli, dikkatli olun, uyarı, ikaz

σύνεση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
металічний, витривалий, твердий, жорсткий, міцний, обережність, обережності, обережними, обережним, обережні

σύνεση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjuarsi, kujdes, kujdesi, kujdes të, maturi, paralajmërim

σύνεση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъдрост, предпазливост, внимание, повишено внимание, предпазливо, внимателни

σύνεση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асцярожнасць, асцярогу, асцярога, асьцярожнасьць

σύνεση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ettevaatust, ettevaatusega, ettevaatlik, ettevaatlikult, olla ettevaatlik

σύνεση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mudrost, oprez, Opreznost, oprezom, biti oprezan, oprezni pri

σύνεση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varúð, gæta, varúðar, gæta varúðar, að gæta varúðar

σύνεση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapientia

σύνεση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsargumas, atsargiai, atsargumo, Dėmesio, atsargumo priemonių

σύνεση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gudrība, piesardzība, piesardzību, jāievēro piesardzība, ievērot piesardzību

σύνεση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мудроста, претпазливост, претпазливо, внимателност, претпазливи, внимателно

σύνεση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înţelepciune, prudență, precauție, ATENȚIE, prudenta, precautie

σύνεση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
previdnost, previdni, PREVIDNO, potrebna previdnost, previdnosti

σύνεση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opatrnosť, opatrne, pozornosť, obozretnosť, zvýšená opatrnosť
Τυχαίες λέξεις