Λέξη: μαυρίζω

Σχετικές λέξεις: μαυρίζω

δεν μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα

Συνώνυμα: μαυρίζω

ξενοδουλεύω, απανθρακώνω, καίω, καρβουνιάζω, ημικαίω

Μεταφράσεις: μαυρίζω

μαυρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tan, char

μαυρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adobar, bronceado, curtir, Char, carbón, Car, de Char, Carácter

μαυρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bräune, bräunen, gerben, gelbbraun, Saibling, Putzfrau, verkohlen, char, Zeichen

μαυρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hâler, bronzage, tanner, bronzer, roussir, brunir, hâle, carboniser, omble, carbonisation, charbon, l'omble

μαυρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbronzare, abbronzatura, abbrunire, conciare, carbonizzare, char, carattere, salmerino, carbone

μαυρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amansar, curtir, doméstico, carbonizar, serviço doméstico, carvão animal, caractere, carvão

μαυρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
looien, tanen, leerlooien, verkolen, char, tekens, klusje, houtskool

μαυρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
загар, танин, выдубить, кора, дубить, голец, CHAR, сИМВОЛ, СИМ

μαυρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
garve, røye, char, sjørøye, trekullet, trekull

μαυρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
garva, char, röding, kol

μαυρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parkita, tangentti, päivetys, rusketus, char, merkkiä, nieriää, hiiltyneen aineksen, nieriä

μαυρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
char, fjeldørred, trækul, trækullet, ørreder

μαυρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyčiňovat, opalovat, opálit, zhnědnout, spálit, Char, znak, siven

μαυρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opalać, garbować, opalenizna, garbowanie, zwęglać, char, znak

μαυρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
faszén, char, karakter, kar, bejárónő

μαυρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kömür, karakter, Char, karaktere, karaktere kadar

μαυρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кора, дубити, голець, Голец

μαυρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkrumb, përcëlloj, pastroj, djeg, punoj pastrues

μαυρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
загар, овъглявам, CHAR, ЗНАК, Чар, овъгляване

μαυρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
голец

μαυρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parkima, tangens, päevitama, char, söe, paalia, süsi, tähemärk

μαυρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preplanuo, štaviti, čađ, char, pougljiti, ugljenizirani materijal, pougljeniti

μαυρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bleikju, stafir, bleikja, bleikjan, bleikjur

μαυρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apdegti, valytoja, dirbti valytoja, kas nors apdegęs, anglyti

μαυρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apkopēja, forele, char, palija, palijas

μαυρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
знак, char, ка, знаковите

μαυρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mangal, char, caracter, păstrăv

μαυρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tangens, char, ZNAK, zlatovčica, Vst, uporabite CHAR

μαυρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opálení, tangens, trieslo, spáliť
Τυχαίες λέξεις