Induire στα ελληνικά
Μετάφραση: induire, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιόγκος, τόξο, προκαλώ, κόμπος, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
Μεταφράσεις
- aidé στα ελληνικά - βοήθησε, βοήθησαν, βοηθήσει, συνέβαλε, συνέβαλαν
- attrapez στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- bridée στα ελληνικά - στεγανοποιημένο, φλάντζα, με φλάντζα, φλαντζωτό, φλαντζωτά
- compris στα ελληνικά - περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται
Τυχαίες λέξεις
Induire στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιόγκος, τόξο, προκαλώ, κόμπος, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
Μεταφράσεις: φιόγκος, τόξο, προκαλώ, κόμπος, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν