Λέξη: κλασσικός

Σχετικές λέξεις: κλασσικός

κλασικός ετυμολογία, κλασικός ρεαλισμός, κλασσικός ή κλασικός, κλασικός χορός, κλασικός φιλελευθερισμός, μουσακάς κλασικός, κλασικός μαραθώνιος, κλασικός κλασσικός, κλασικός αθλητισμός, κλασικός ορισμός συνόλου

Συνώνυμα: κλασσικός

συνβατικός, συμβατικός, συνηθισμένος, παραδοσιακός, εθιμοτυπικός

Μεταφράσεις: κλασσικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
classical, classic, conventional
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clásico, clásica, clásicos, clásicas, clásica de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klassisch, klassischer, klassischen, klassische, klassisches
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
classique, classiques, classique de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
classico, classica, classici, classiche, classical
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
clássico, clássica, classical, clássicos, clássicas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klassiek, klassikaal, klassieke, de klassieke, van klassieke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
классический, античный, гуманитарный, классическая, классической, классического, классическое
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klassisk, klassiske, i klassisk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klassisk, klassiska, klassiskt, den klassiska, av klassisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
klassinen, klassillinen, esikuvallinen, ehdoton, klassisen, klassista, klassiseen, klassisesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klassisk, klassiske, af klassisk, den klassiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klasicistický, klasický, klasické, klasická, klasického, klasickou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klasyczny, typowy, klasycystyczny, klasycznego, klasyczne, klasyczna, klasycznej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
klasszikus, a klasszikus, hagyományos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
klasik, klasik bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
класичний, античний, класична, класичні, Классическая, класичне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klasik, klasike, klasike të, klasike e, tipik
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
класическия, класически, класическа, класическата, класическо
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
класічная
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klassikaline, klassikalise, klassikalist, klassikaliste, klassikalisest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klasični, klasičan, klasične, klasična, klasičnu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klassískur, klassíska, klassískri, klassískum, klassísku
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klasikinis, Klasikinė, klasikinio, klasikinės, klasikinį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klasisks, klasiskā, klasika, klasisko, klasiskais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
класични, класичен, класичниот, класична, класичната
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clasic, clasice, clasică, clasica
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klasična, klasične, klasično, klasični, klasičen
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klasický, klasické, klasického
Τυχαίες λέξεις